-
81 κῆϋξ
-
82 λευκάμπυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκάμπυξ
-
83 λιπαράμπυξ
A with bright fillet or headband,Μναμοσύνα Pi.N.7.15
; parodied by Ar.Ach. 671 (lyr.), as epith. of fishsauce.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπαράμπυξ
-
84 μήρυξ
-
85 μονάμπυξ
A having one frontlet, μονάμπυκες πῶλοι horses that run single, race-horses, opp. chariots, E. Alc. 428; μονάμπυκες alone, Id.Supp. 586, 680; of a bull, having no yoke-fellow, μονάμπυκος (- ον codd.)ψήχων δέρην Id.Hel. 1567
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονάμπυξ
-
86 μῶλυξ
-
87 πέλυξ
A = πέλλα 1, Poll.10.105. -
88 σάνδυξ
A a bright red colour, also called ἀρμένιον, Str.11.14.9 (prob. cj.); obtained by heating ψιμύθιον ( = cerussa), Dsc.5.88, cf. Plin.HN35.40; though a like colour was made from a plant of the same name, red sandalwood, Pterocarpus santalinus, Sosib. 21, Verg.Ecl.4.45, Plin. l.c., Lyd.Mag.3.64.2 pl., flesh-coloured women's garments dyed with this colour, in Lydia, ibid.3 a kind of salve, prob. a pink mixture of zinc oxide and carbonate, Dsc. l.c., Gal.12.244, Hsch.II casket, Id. [ū in genit., Prop.2.19.81; but [ucaron] in Grattius Cyn.86.] (Assyr. sâmtu, sându 'red stone', prob. cinnabar.) -
89 σκάνδυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκάνδυξ
-
90 στρατοκῆρυξ
2 one of 5 ἔκτακτοι attached to a τάξις or σύνταγμα, Arr.Tact.10.4, Ael.Tact.9.4, Ascl.Tact.2.9; or to a ἑκατονταρχία, Arr.Tact.14.4, Ael.Tact.16.2, Ascl.Tact.6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατοκῆρυξ
-
91 χρυσάμπυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσάμπυξ
-
92 ψευδοκῆρυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδοκῆρυξ
-
93 ἀνάμπυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάμπυξ
-
94 ἀντικῆρυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικῆρυξ
-
95 ἄμβυξ
-
96 ἄμπυξ
-
97 ἑλικάμπυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικάμπυξ
-
98 ἰβυκτήρ
A one who begins a war-song, Hsch. (- βηκ- cod.). [full] ἰβύκχα· σεμνότης, ἢ σωρὸς κρεῶν, Id. (- ύηχ- cod.). [full] ἶβυξ, υκος,= ἶβις, Id. [full] ἴβυς, υος, ὁ,= εὐφημία, στιγμή, Id. [full] ἰβύω, shout: strike, Id.; cf. [full] ἰβῶν· εὐφημῶν, στάζων, Id. [full] ἴγα, in Cretan,= σίγα, Id. [full] ἴγγι τινί: ἐπιθυμίᾳ τινὶ ἑλκομένη, Id. (leg. ἴυγγι). [full] ἴγγια· εἷς (Cypr.), Id. [full] ἴγδην and [full] ἴγνην· ἄρσην, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰβυκτήρ
-
99 ἰδύλευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδύλευμα
-
100 ἱεροκῆρυξ
A herald or attendant at a sacrifice, D.59.78, Herm.Hist.2, prob. in IG12.6.89, cf. Supp.Epigr.2.258.23 (Delph., iii B.C.), SIG577.33 (Milet., iii/ii B.C.), OGI332.43 (Elaea, ii B.C.), etc.: [dialect] Dor. [suff] ἱερο-κᾶρυξ IG12(1).155.31 (Rhodes, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱεροκῆρυξ
См. также в других словарях:
ὕκος — ὗκος a sea fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύκος — ὁ, Α βλ. ὕκης … Dictionary of Greek
προκήρυξ — υκος, ὁ, Α [κῆρυξ, υκος] αυτός που κηρύσσει κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
πρωτοκήρυξ — υκος, ὁ, Μ 1. ο πρώτος κήρυκας, ο πρώτος απόστολος 2. στον πληθ. οἱ πρωτοκήρυκες οι απόστολοι … Dictionary of Greek
σάμβυξ — υκος, ὁ, Α πιθ. η σαμβύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σαμβύκη κατά τα αθέματα ουσ.] … Dictionary of Greek
χρυσάμπυξ — υκος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για άλογο) αυτός που έχει χρυσά προμετωπίδια (αρχ) (για χαλινό) αυτός που έχει χρυσό έλασμα στα λουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄμπυξ «διάδημα, ταινία» (πρβλ. λευκ άμπυξ)] … Dictionary of Greek
πέλυξ — (I) υκος, ὁ, Α ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ]. (II) υκος, ὁ, ΑΜ είδος πελέκεως.… … Dictionary of Greek
σάνδυξ — (I) υκος και σάνδιξ, ικος, ἡ, Α λαμπερό ερυθρό χρώμα 2. είδος αλοιφής, πιθ. μίγμα οξειδίου τού ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία διάδοση, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek
χριστοκήρυξ — και χριστοκῆρυξ, υκος, ὁ, ΜΑ εκκλ. (κυρίως για τον απόστολο Παύλο) κήρυκας τού λόγου τού Ιησού Χριστού, απόστολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κήρυξ, υκος] … Dictionary of Greek
ύκης — και ὕκος και ὗκος και ὕκκης, ὁ, θηλ. ὕκη, Α το ψάρι ερυθρίνος, κν. λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το ὗς «χοίρος»] … Dictionary of Greek
u̯ortoko- (*su̯ortoko-) — u̯ortoko (*su̯ortoko ) English meaning: quail Deutsche Übersetzung: “Wachtel” Material: O.Ind. vartaka m., vártikü f. “Wachtel”; Gk. ὄρτυξ, υγος, by Gramm. also υκος and with ῡ , by Hes. γόρτυξ, i.e. Fόρτυξ “Wachtel”, dessen… … Proto-Indo-European etymological dictionary