-
1 έκτακτοι
-
2 ἔκτακτοι
-
3 чрезвычайный
επ., βρ: -чаен, -чаина, -о;1. εξαιρετικός, εξαίρετος• σπάνιος•-ая память εξαιρετική (διαβολεμένη) μνήμη•
чрезвычайный успех εξαιρετική (λαμπρή) επιτυχία•
-ое происшествие εξαιρετικό γεγονός.
2. έκτακτος• απρόβλεπτος•-ые меры έκτακτα μέτρα•
-ые расходы έκτακτα έξοδα•
-аякомиссия έκτακτη επιτροπή•
-ое заседание έκτακτη συνεδρίαση•
чрезвычайный съезд έκτακτο συνέδριο•
чрезвычайный посол έκτακτος πρεσβευτής•
-ое положение έκτακτη κατάσταση ή κατάσταση έκτακτης ανάγκης•
-ые налоги έκτακτοι φόροι.
-
4 οὐραγός
3 in cavalry, rear man in ῥόμβος, Ascl.Tact.7.2.4 one of the ἔκτακτοι attached to a τάξις, ib.2.9, Ael.Tact.9.4, Arr.Tact.10.4; to a ἑκατονταρχία of light-armed troops, Ascl.Tact.6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐραγός
-
5 στρατοκῆρυξ
2 one of 5 ἔκτακτοι attached to a τάξις or σύνταγμα, Arr.Tact.10.4, Ael.Tact.9.4, Ascl.Tact.2.9; or to a ἑκατονταρχία, Arr.Tact.14.4, Ael.Tact.16.2, Ascl.Tact.6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατοκῆρυξ
-
6 σύστρεμμα
A anything twisted up together: hence,1 globe, ball,ἐξ ἐρίου Sor.2.87
; ἐρίου ibid., Orib.Syn.9.55.1;ἐκ σχοινίου Hsch.
s.v. σπεῖον; συστρέμματα round drops of water, Arist.Mu. 394a32.2 body of men, crowd, concourse, Plb.1.45.10, 35.4.14; band, company, Id.4.58.4, LXX 2 Ki.4.2, al.; esp. corps of 1024 lightarmed (= 2 ξεναγίαι), Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.16.3, Arr.Tact.14.5; of ἔφηβοι, IG22.2047 ([etym.] συνστ-), al.: whence [full] συστρεμμᾰτάρχης, ου, ὁ, title of 4 ἔκτακτοι attached to an ἐπίταγμα τῶν ψιλῶν (cf. ἐπιξεναγός), Ascl.Tact.6.3, Arr.Tact.14.6, Ael.Tact.16.4, IG22.3749; and [suff] συστρᾰτηγ-αρχέω, IG22.2127 ([etym.] συνστ-), 2197, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστρεμμα
См. также в других словарях:
ἔκτακτοι — ἔκτακτος detailed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσμευση — (Νομ.).Όρος που αναφέρεται στις υποχρεώσεις που συνεπάγεται κάθε δικαιοπραξία για τα συμβαλλόμενα πρόσωπα. Ο χρόνος έναρξης και τερματισμού κάθε δ. έχει πολύ μεγάλη σημασία, γι’ αυτό και καθορίζεται με ακρίβεια στις σχετικές διατάξεις ή… … Dictionary of Greek
δεσμεύω — (AM δεσμεύω) [δεσμός] 1. δένω 2. φυλακίζω 3. συγκρατώ, περιορίζω νεοελλ. 1. επιβάλλω σε κάποιον δέσμευση νομική ή ηθική με έγγραφο, υπόσχεση, όρκο κ.λπ. 2. «δεσμεύονται οι καταθέσεις» απαγορεύεται μετά από κρατική απόφαση η ανάληψη καταθέσεων με… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek
δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά … Dictionary of Greek
απολύω — όλυσα, ολύθηκα, ολυμένος 1. λύνω κάποιον από τη στρατιωτική του υποχρέωση, κρίνω μαθητή της τελευταίας τάξης σχολείου ότι τελείωσε με επιτυχία τις σπουδές του: Απολύθηκαν οι κληρωτοί της κλάσης 1995. 2. παύω υπάλληλο, εργάτη κτλ.: Απολύθηκαν ως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονιμοποιώ — μονιμοποίησα, μονιμοποιήθηκα, μονιμοποιημένος, κάνω κάτι ή κάποιον μόνιμο: Μονιμοποιήθηκαν όλοι οι έκτακτοι υπάλληλοι στην υπηρεσία μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)