-
61 Ampyx
Ampyx, ycis, m. (acc. -yca) [st2]1 [-] Ampyx (un des compagnons de Phinée). [st2]2 [-] Ampyx (un des Lapithes). - [gr]gr. Ἄμπυξ, υκος. -
62 ιεροκήρυκας
[-υξ (-υκος)] ο церк, проповедник -
63 κάλυκας
(-υξ (-υκος)] ο1) гильза (патрона, снаряда); 2) бот. чашечка (цветка) -
64 κήρυκας
[-υξ (-υκος)] *1) глашатай (тж. перен.); провозвестник, вестник; 2) проповедник; 3) воен, парламентёр -
65 κήρυξ
ὁ κήρυξ, υκος глашатай, вестник -
66 κήρυκας
κήρυκας οпроповедникЭтим.< дргр. κήρυξ, -υκος, санскр. karu – «певец, поэт»., инд. kar «воспевать, петь», санскр. car-kar-ti «восхвалять, воспевать» -
67 κάρυξ
κᾱρυξ (κάρυξ, [κᾶρυξ edd., fr. 140a. 68 (42), cf. Herodian., I. 44.15 L], -ῦκος, -ῦκα, -υξ; -κες, -κας.)1 heraldθεῶν κάρυκα Ἑρμᾶν O. 6.78
ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ O. 13.100
Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ κάρυξ ἀνέειπέ νιν P. 1.32
ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.170
Θεανδρίδαισι δ' ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν N. 4.74
Ὥρα πότνια, κάρυξ Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων N. 8.1
Νικόμαχος ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον, σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι at Olympia I. 2.23 ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 2. ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ ( κᾶρυξ edd.: sine accentu Π: sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 68 (42). -
68 αὐτοκῆρυξ
A self-heralded, prob. in Phryn.PSp.5 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκῆρυξ
-
69 βαῖβυξ
-
70 βόμβυξ
b insect like a wasp, Hsch.3 lowest note on the flute, Arist.Metaph. 1093b3:—hence [comp] Comp. [full] βομβυκέστερος, deeper in tone, Nicom.Harm. 11. -
71 γωνιοβόμβυξ
A one that buzzes in a corner, nickname of Grammarians, Herodic. ap. Ath.5.222a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γωνιοβόμβυξ
-
72 δοῖδυξ
-
73 δρομοκῆρυξ
A runner, postman, Aeschin.2.130, Aen.Tact. 22.3, Polyaen.5.26 (pl.), Philostr.Gym.4, D.C.78.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρομοκῆρυξ
-
74 εὐάμπυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάμπυξ
-
75 θεοκῆρυξ
A divine herald: in pl., name of a family at Eleutherae claiming descent from Talthybius, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοκῆρυξ
-
76 θρῆνυξ
-
77 κάλυξ
A covering, used only of flowers and fruits:1 seed-vessel, husk, shell or pod, of the water-lily, Hdt.2.92; of rice, Id.3.100; of wheat, πρὶν ἂν ἐν τῇ κάλυκι γένηται [ ἡ στάχυς] Thphr.HP8.2.4, cf. 8.4.3; κάλυκος ἐν λοχεύμασι, i.e. when the fruit is setting, A.Ag. 1392, cf. S.OT25, Ar.Av. 1065 (lyr.).2 cup or calyx of a flower,ἀνεμωνῶν κάλυξι.. ἠριναῖς Cratin.98
;κισσοῖο καλύκεσσι Theoc.3.23
;ὅσα ἐν κάλυκι ἀνθεῖ Arist.HA 554a12
; [ φύλλοις]τοῖς τῶν ῥόδων ὅταν ἐν κάλυξιν ὦσι Thphr.HP4.10.3
; ῥόδου κ. ibid.; so in Poets, rosebud, h.Cer.427, AP12.8 ([place name] Strato), etc.: metaph.,σταθερὰ.. κ. νεαρᾶς ἥβης Ar.Fr. 467
.II in pl., women's ornaments, perh. ear-rings shaped like flower cups, Il.18.401 (other expl. in Sch.), cf. h.Ven. 87. -
78 κεράμβυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράμβυξ
-
79 κυανάμπυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυανάμπυξ
-
80 κῆρυξ
κῆρυξ, ῡκος, ὁ, [dialect] Aeol. [full] κᾶρυξ [pron. full] [ᾱ] Sapph.Supp. 20a.2, Pi.N.8.1:—but [full] κήρῡκος, ου, ὁ, EM775.26: ([etym.] κηρύσσω):—A herald, pursuivant: generally, public messenger, envoy,κ. λιγύφθογγοι Il.2.50
, al.;κηρύκων, οἳ δημιοεργοὶ ἔασιν Od.19.135
;κ. Διῒφίλοι Il.8.517
;κ., Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν 1.334
; θεῶν κ., of Hermes, Hes.Op.80, cf.Th. 939, A.Ag. 515, Ch. 124: distd. from πρέσβεις, as being messengers between nations at war, Sch.Th.1.29, cf. A.Supp. 727, Pl.Lg. 941a, D.12.4: used interchangeably with ἀπόστολος, Hdt.1.21: as pr.n.of a family at Athens, Th.8.53, And.1.116, Paus.1.38.3, Poll.8.103; functioning as μάγειροι at festivals, Clidem.3, 17;Κηρυκίδαι Phot.
b as fem., Pi.N.8.1, Nonn.D.4.11.2 crier, who made proclamation and kept order in assemblies, etc., Ar.Ach.42 sq.;ὁ κ. ἀνεῖπεν And.1.36
, etc.; ὁ τῶν μυστῶν κ., at Eleusis, X.HG2.4.20, cf. SIG845 (Eleusis, iii A.D.), Philostr.VS2.33.4.3 auctioneer,ὑπὸ κήρυκος πωλεῖν Thphr.Fr.97
;ἀπέδοτο πάντα τὰ ἔργα ὑπὸ κήρυκα IPE12.32B35
(Olbia, iii B.C.), cf. PHib.1.29.21 (iii B.C.);ἀποδίδοσθαι ὑπὸ κήρυκι Ammon. Diff.p.81
V. (v.l. ὑπὸ κήρυκα Ptol.Asc.p.399 H.).4 generally, messenger, herald, , cf. E.El. 347; of the cock, Ar.Ec.30; of writing, Id.Th. 780 (anap.);κ. καὶ τάφος εἰμὶ βροτοῦ IG14.1618
; of Homer, ἡρώων κάρυκ' ἀρετᾶς ib.1188: metaph.,κ. καὶ ἀπόστολος 1 Ep.Ti.2.7
, al.II trumpet-shell, e.g. Triton nodiferum, and smaller species, Arist.HA 528a10, al., Hp.Vict.2.48, Diocl.Fr.133, Macho ap.Ath.8.349c, Gal.4.670, Alciphr.1.7, Alex. Trall.3.7. [[pron. full] ῡ exc. acc. pl.κήρῠκας Antim.19
(s.v.l.), cf. κηρῠκιον AP 11.124 (Nicarch.): but accented κῆρυξ, Hdn.Gr.1.44, etc.] (Cf. Skt. kārús 'poet', kīrtis 'fame'.)
См. также в других словарях:
ὕκος — ὗκος a sea fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύκος — ὁ, Α βλ. ὕκης … Dictionary of Greek
προκήρυξ — υκος, ὁ, Α [κῆρυξ, υκος] αυτός που κηρύσσει κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
πρωτοκήρυξ — υκος, ὁ, Μ 1. ο πρώτος κήρυκας, ο πρώτος απόστολος 2. στον πληθ. οἱ πρωτοκήρυκες οι απόστολοι … Dictionary of Greek
σάμβυξ — υκος, ὁ, Α πιθ. η σαμβύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σαμβύκη κατά τα αθέματα ουσ.] … Dictionary of Greek
χρυσάμπυξ — υκος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για άλογο) αυτός που έχει χρυσά προμετωπίδια (αρχ) (για χαλινό) αυτός που έχει χρυσό έλασμα στα λουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄμπυξ «διάδημα, ταινία» (πρβλ. λευκ άμπυξ)] … Dictionary of Greek
πέλυξ — (I) υκος, ὁ, Α ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ]. (II) υκος, ὁ, ΑΜ είδος πελέκεως.… … Dictionary of Greek
σάνδυξ — (I) υκος και σάνδιξ, ικος, ἡ, Α λαμπερό ερυθρό χρώμα 2. είδος αλοιφής, πιθ. μίγμα οξειδίου τού ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία διάδοση, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek
χριστοκήρυξ — και χριστοκῆρυξ, υκος, ὁ, ΜΑ εκκλ. (κυρίως για τον απόστολο Παύλο) κήρυκας τού λόγου τού Ιησού Χριστού, απόστολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κήρυξ, υκος] … Dictionary of Greek
ύκης — και ὕκος και ὗκος και ὕκκης, ὁ, θηλ. ὕκη, Α το ψάρι ερυθρίνος, κν. λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το ὗς «χοίρος»] … Dictionary of Greek
u̯ortoko- (*su̯ortoko-) — u̯ortoko (*su̯ortoko ) English meaning: quail Deutsche Übersetzung: “Wachtel” Material: O.Ind. vartaka m., vártikü f. “Wachtel”; Gk. ὄρτυξ, υγος, by Gramm. also υκος and with ῡ , by Hes. γόρτυξ, i.e. Fόρτυξ “Wachtel”, dessen… … Proto-Indo-European etymological dictionary