-
1 ἀνάμπυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάμπυξ
-
2 ἀνάμπυξ
См. также в других словарях:
ανάμπυξ — ἀνάμπυξ ( υκος), ο, η (Α) [ἄμπυξ] 1. αυτός που δεν φοράει άμπυκα, δηλ. κεφαλόδεσμο, που έχει λυτά τα μαλλιά του 2. στη Μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα τής Πύλου, προσδιορίζει χαλινάρια και σημαίνει «χωρίς προμετωπίδιο». (Μυκην. γρ. a na pu ke) … Dictionary of Greek
άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… … Dictionary of Greek