Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνάμπυξ

См. также в других словарях:

  • ανάμπυξ — ἀνάμπυξ ( υκος), ο, η (Α) [ἄμπυξ] 1. αυτός που δεν φοράει άμπυκα, δηλ. κεφαλόδεσμο, που έχει λυτά τα μαλλιά του 2. στη Μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα τής Πύλου, προσδιορίζει χαλινάρια και σημαίνει «χωρίς προμετωπίδιο». (Μυκην. γρ. a na pu ke) …   Dictionary of Greek

  • άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»