-
1 ῥιγαλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥιγαλέος
-
2 ῥιγεδανός
A making one shudder, ῥιγεδανὴ Ἑλένη at whose name one shudders, horrible, Il.19.325; soῥ. γῆρυς A.R.4.1343
, cf. Opp.H.5.37;μοῖραν ῥιγεδανοῦ βιότου IG12(3).869.10
([place name] Thera).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥιγεδανός
-
3 ῥιγείω
-
4 ῥιγεσίβιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥιγεσίβιος
-
5 ῥιγέω
A- ήσω Il.5.351
: [tense] aor. ἐρρίγησα, [dialect] Ep. ῥίγησα (also in S.OC 1607), Il.5.596: [tense] pf. (with [tense] pres. sense)ἔρρῑγα 17.175
(prob. f.l. in Thphr.Ign.74); [dialect] Dor. [ per.] 3pl.ἐρρίγαντι Theoc.16.77
; [dialect] Ep. subj.ἐρρίγῃσι Il.3.353
; [dialect] Ep. dat. part. ἐρρίγοντι (for ἐρριγότι) Hes.Sc. 228: [tense] plpf. [ per.] 3sg.ἐρρίγει Od.23.216
:— shudder or bristle with fear or horror,ἰδὼν ῥίγησε Il.5.596
, etc.;ἐρρίγησαν ὅπως ἴδον 12.208
; once in Trag., αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν (the augm. being omitted although in an iambic verse) S.l.c.: c. inf., shudder to do, shrink from doing,ὄφρα τις ἐρρίγῃσι.. ξεινοδόκον κακὰ ῥέξαι Il.3.353
, cf. 7.114; cf. ἀπορριγέω: folld. by a clause,θυμὸς ἐρρίγει μὴ.. Od.23.216
.II trans., shudder at anything,ῥιγήσειν πόλεμον Il.5.351
;ἔρριγα μάχην 17.175
(in 16.119 ῥίγησέν τε is best taken parenthetically). (Cf. Lat. frīgeo, from srīg-.) -
6 ῥιγηλός
A making to shudder, terrible, ; ;ὄνειδος AP7.351
(Diosc.);ἀγών Nonn.D.37.149
;ῥ. ναύταις ἐρίφων δύσις AP7.640
(Antip.).2 of persons, susceptible to cold, Anon. ap. Suid. Adv.- λῶς Poll.5.111
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥιγηλός
-
7 ῥίγιον
A more horrible or miserable,τό οἱ καὶ ῥ. ἔσται Il.1.325
, cf. 563, 11.405;τὸ δὲ ῥ... ἄλγεα πάσχειν Od.20.220
; [γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Hes.Op. 703
; cf. Semon.6. -
8 ῥίγιστος
A most horrible,ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμέν Il.5.873
; [Ζεὺς] ῥίγιστος ἀλιτροῖς A.R.2.215
, cf. 292;ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδεν Nic.Th.64
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥίγιστος
-
9 ῥιγόω
A- ώσω X.Mem.2.1.17
, [dialect] Ep. inf.- ωσέμεν Od. 14.481
: [tense] aor.ἐρρίγωσα Hp.Epid.3.1
.σ, ([etym.] ἐν-) Ar.Pl. 846: [tense] pf.ἐρριγωκότες Thphr.Ign.74
(vv. ll. ἐρριγότες, ἐρριγνωκότες), Gal.11.556.—Like ἱδρόω, has an irreg. [var] contr. into ω, ῳ, for ου, οι, [ per.] 3sg. subj. , cj. in Phd. 85a; opt.ῥιγῴη Hp.Int.10
, Plu.2.233a; inf. , V. 446, Av. 935, Pl.R. 440c, X.Cyr.5.1.11; part. fem.ῥιγῶσα Semon.7.26
, but acc. masc.ῥιγοῦντα Phld.Vit.p.22J.
:—to be cold, shiver, Od.14.481, Hdt.5.92.ή, Hp.VM16, etc.; though several forms may belong either to this word or to ῥιγέω, asῥιγῶν τε καὶ πεινῶν Ar.Ach. 857
, cf.Nu. 416, Crates Com.33, Pl.Grg. 517d. -
10 ῥιγώδης
ῥιγ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥιγώδης
-
11 ῥίγωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥίγωσις
-
12 ῥῖγος
A frost, cold, Od.5.472, Hdt.6.44, etc.;ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους Pl.Euthphr.4d
;λιμῷ καὶ ῥίγει μαχόμενος X.Cyr.6.1.15
: pl.,ῥίγη καὶ θάλπη Id.Oec.7.23
.2 shivering, Pl.Ti. 62b; shivering fit, as in ague, Hp.VM16, Aph.4.29, BGU956.2 (iii A.D.);ῥ. πυρετώδη Hp.Fract.34
.
См. также в других словарях:
ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας … Dictionary of Greek
κρυμαλέος — κρυμαλέος, α, ον (Α) ψυχρός, παγερός, κρύος σαν πάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. αλέος (πρβλ. διψ αλέος, ριγ αλέος)] … Dictionary of Greek
ρίγος — το / ῥῑγος, ΝΜΑ ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση τής θερμοκρασίας τού περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή … Dictionary of Greek
φρίκος — ίκεος, τὸ, Α φρίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε ος (πρβλ. ῥῖγ ος)] … Dictionary of Greek