Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥάσιν

См. также в других словарях:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • видѣниѥ — ВИДѢНИ|Ѥ (474), А с. 1.Восприятие зрением, видение; обозрение, осмотр; созерцание: игранiѥ и плѩсаниѥ и гудениѥ. входѩщемъ въстати всемъ. да не осквьрнѩть имъ чювьсва. видѣниѥмь и слышаниѥмь. по оч҃кому повелѣнию. КН 1280, 513в; множицею на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Γουισκόνσιν — (Wisconsin). Ομόσπονδη πολιτεία (141.712 τ. χλμ., 5.440.290 κάτ. το 2002) των βόρειων ΗΠΑ, στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών. Βρέχεται Β από τη λίμνη Σαπίριορ και Α από τη λίμνη Μίσιγκαν· συνορεύει με τις πολιτείες Μίσιγκαν στα Β, Μινεσότα στα Δ,… …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ — I Αρχαίο εβραϊκό όνομα που, στην κυριολεξία, σημαίνει ο Θεός μαζί μας. Το όνομα αυτό αναφέρεται στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, γνωστό και ως βιβλίο του Εμμανουήλ, και υπήρξε αντικείμενο έντονων συζητήσεων μεταξύ των θεολόγων και των μελετητών των… …   Dictionary of Greek

  • Μίσιγκαν — I (Michigan). Λιμναία λεκάνη (58.016 τ. χλμ., υψόμ. 176 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, μέγιστο βάθος 281 μ.) της Βόρειας Αμερικής, η μοναδική των Μεγάλων Λιμνών που ανήκει ολόκληρη στις ΗΠΑ. Εκτείνεται ανάμεσα στις ομόσπονδες πολιτείες… …   Dictionary of Greek

  • Σαν, Μπεν — (Shahn). Αμερικανός ζωγράφος ρωσικής καταγωγής (Κόβνο 1898 Νέα Υόρκη 1969). Άρχισε να γίνεται γνωστός μετά το 1930 με έργα που είχαν καθαρά κοινωνική θέση και ήταν εμπνευσμένα από τη δίκη των Σάκο και Βαντσέτι (Σάκο και Βαντσέτι, 1932, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • Φουμπίνι, Μάριο — (Fubini, Τορίνο 1900 – Ιβι 1977). Ιταλός, κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας. Δίδαξε ιταλική λογοτεχνία στα πανεπιστήμια του Παλέρμο, της Τεργέστης, του Μιλάνου και τέλος στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όπου δίδαξε ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής …   Dictionary of Greek

  • πείρασιν — πείρασις attempt fem acc sg πείρᾱσιν , πείρω pierce aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) πεί̱ρασιν , πεῖραρ end neut dat pl πείρᾱσιν , πειράω attempt pres ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»