Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥυπ-άω

См. также в других словарях:

  • ῥύπ' — ῥύπα , ῥύπον whey neut nom/voc/acc pl ῥύπε , ῥύπος dirt masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηπτήριον — τὸ, Α το σηπτικόν φάρμακον (βλ. σηπτικός). [ΕΤΥΜΟΛ. < σήπομαι «σαπίζω» + επίθημα τήριον (πρβλ. κοπ τήριον, ῥυπ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • σιναρός — ά, όν, Α 1. βλαβερός, καταστρεπτικός 2. νοσηρός, αυτός που έχει υποστεί βλάβη (α. «σιναρὰ χείρ», Ιπποκρ. β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίνος «φθορά, καταστροφή» + κατάλ. αρός (πρβλ. ρυπ αρός, σθεν αρός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»