-
1 ρυμού
-
2 ῥυμοῦ
-
3 διαβάλλω
2 more freq. intr., pass over, cross,ἐκ.. ἐς.. Hdt.9.114
;φυγῇ πρὸς Ἄργος E.Supp. 931
;πρὸς τὴν ἤπειρον Th.2.83
: c. acc. spatii,δ. πόρον A. Fr.69
(dub.); ;τὸν Ἰόνιον Th.6.30
;τὸ πέλαγος εἰς Μεσσαπίους Demetr.Com.Vet.1
.3 put through,τῆς θύρας δάκτυλον D.L.1.118
;τύλος διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ Arr.An.2.3.7
( = Aristobul.Fr.4);κρίκων δι' ἀλλήλων διαβεβλημένων D.Chr.30.20
;διαβληθέντων τῶν ἀγκώνων διὰ μέσων τῶν τόνων Hero Bel.101.12
, cf. 108.6.II in Ar. Pax 643 ἅττα διαβάλοι τις αὐτῷ, ταῦτ' ἂν ἥδιστ' ἤσθιεν, for παραβάλοι, whatever scraps they threw to him, with a play on signf. v.III set at variance,ἐμὲ καὶ Ἀγάθωνα Pl.Smp. 222c
, 222d, cf. R. 498c;δ. τινὰς ἀλλήλοις Arist.Pol. 1313b16
; set against, τινὰς πρὸς τὰ πάθη, πρὸς τὴν βρῶσιν, Plu.2.727d, 730f; bring into discredit,μή με διαβάλῃς στρατῷ S.Ph. 582
;δ. [τινὰ] τῇ πόλει Pl.R. 566b
:— [voice] Pass., to be at variance with, ; to be filled with suspicion and resentment against another, Hdt.5.35, 6.64, Th.8.81, 83; ;πρός τινα Hdt. 8.22
, Arist.Rh. 1404b21, Plb.30.19.2;τοὺς -βεβλημένους πρὸς τὴν φιλοσοφίαν Isoc.15.175
; to be brought into discredit,ἐς τοὺς ξυμμάχους Th.4.22
; discredited,Lys.
7.27, 8.7.IV put off with evasions, δ. τινὰ μίαν (sc. ἡμέραν)ἐκ μιᾶς Sammelb.5343.41
(ii A. D.), cf. PFlor.36.23 (iv A. D.).V attack a man's character, calumniate,δ. τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τὸν Ἀρταφρένεα Hdt.5.96
;Πελοποννησίους ἐς τοὺς Ἕλληνας Th.3.109
; διέβαλλον τοὺς Ἴωνας ὡςδι' ἐκείνους ἀπολοίατο αἱ νέες Hdt.8.90
; ; accuse, complain of, without implied malice or falsehood, PTeb.23.4 (ii B. C.): c. dat. rei, reproach a man with.., ; δ. τινὰ εἴς or πρός τι, Luc.Demon. 50, Macr.14:—[voice] Pass.,διεβλήθη ὡς Ev.Luc.16.1
;ἐπὶ βίῳ μὴ σώφρονι διαβεβλημένος Hdn.2.6.6
.2 c. acc. rei, misrepresent, D.18.225, 28.1, etc.: speak or state slanderously,ὡς οὗτος διέβαλλεν Id.18.20
, cf. ib.14; τοῦτό μου διαβάλλει ib.28: generally, give hostile information, without any insinuation of falsehood, Th.3.4.3 δ. τι εἴς τινα lay the blame for a thing on.., Procop.Arc.22.19.5 δ. ἔπος declare it spurious, Id.Thes. 34.VI deceive by false accounts, impose upon, mislead,τινά Hdt.3.1
, 5.50, 8.110, E.Fr. 435:—[voice] Med., Hdt.9.116, Ar.Av. 1648 (ubi v. Sch.), Th. 1214:—[voice] Pass., Hp.Nat.Puer.30, Pl.Phdr. 255a, Plu.2.563d.VII divert from a course of action, πρὸς τὴν κακίαν τινάς ib.809f:—[voice] Pass.,ψυχὴ -βέβληται πρὸς μάχην Arr.Epict.2.26.3
.VIII [voice] Med., contract an obligation (?), Leg.Gort.9.26.IX διαβάλλεσθαι ἀστραγάλοις πρός τινα throw against him, Plu.2.148d, 272f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβάλλω
-
4 ἐξερύω
ἐξ-ερύω, aor. ἐξείρυσε, ἐξέρυσε, 3 pl. ἐξείρυσσαν: draw out or away, Od. 18.86, Od. 22.476 ; βέλος ὤμου, δόρυ μηροῦ, Il. 5.112, 666; but δίφρον ῥῦμοῦ, ‘by the pole,’ Il. 10.505.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξερύω
См. также в других словарях:
ῥυμοῦ — ῥῡμοῦ , ῥυμός pole of a chariot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έστωρ — (I) (Α ἕστωρ, ὁ) νεοελλ. μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως πόλος για την περιστροφή τού κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων αρχ. πάσσαλος στο άκρο τού ρυμού τού ζυγού, ο οποίος φέρει δύο κρίκους απ όπου διέρχονται τα… … Dictionary of Greek
ακρορρύμνιον — ἀκρορρύμνιον, το (Α) το μπροστινό άκρο τού ρυμού* που είναι δεμένο επάνω στον ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ρυμὸς* «ξύλο άμαξας»] … Dictionary of Greek
ακροσταβαριά — η [ακροστάβαρο] το άκρο τού ρυμού* τού αρότρου … Dictionary of Greek
ζυγόδεσμο — το (Α ζυγόδεσμον) μακρύς σκύτινος ιμάντας με τον οποίο προσδένεται ο ζυγός πάνω στον ρυμό, στο τιμόνι, ζυγοδέτης, κν. ζυγολούρι αρχ. λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῡ ῥυμοῡ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ ζυγόδεσμον», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek
στήριγγα — η / στῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν νεοελλ. ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά τής σκάλας τού πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν.… … Dictionary of Greek
σταβάρι — και στιβάρι, το, Ν το τμήμα τού ρυμού τού αρότρου προς τη μεριά τού ζυγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ἱστοβο άριον υποκορ. τού αρχ. ἱστο βοεύς*] … Dictionary of Greek
ύσσακος — Α (κατά τον Φώτ.) «πάσσαλος». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὕσσακος, ὑστακός, ὕσταξ είναι όροι τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζουν επίθημα ακος (πρβλ. λιθ ακός, τριβ ακός) και αξ (πρβλ. κάμ αξ, λίθ αξ) αντίστοιχα. Η σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek