Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥυίσκομαι

См. также в других словарях:

  • ρυΐσκομαι — Α (απόθ.) 1. υποφέρω από διάρροια 2. παρουσιάζω τριχόπτωση 3. πιθ. ρέω, χύνομαι 4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) ὁ ῥυϊσκόμενος ο εκτεινόμενος ή ο ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥυΐσκομαι έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μεταρρυΐσκομαι — (Μ) μεταρρέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ῥυΐσκομαι, θαμιστικός τ. τού ῥέω] …   Dictionary of Greek

  • παραρρυΐσκομαι — Μ 1. ρέω δίπλα ή μαζί 2. μτφ. ακολουθώ, έπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥυΐσκομαι «ρέω»] …   Dictionary of Greek

  • ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …   Dictionary of Greek

  • υπορρυΐσκομαι — Μ υπορρέω συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥυΐσκομαι «ρέω, χύνομαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»