Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ῥηθείς

См. также в других словарях:

  • ῥηθείς — ἐρῶ verbum aor part pass masc nom/voc sg ῥέομαι flow aor part mp masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SARACENI — populi Arabiae, Agareni, et Ismaelitae quoque dicti, quod ab Agare et Ismaele descenderint: quamvis a Chasluim, uno ex Caini posteris, originem illorum quidam arcessant. A voce Arabica, quae vagum et latronem denotat. Saeculô 5. primum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταρρηθέντες — καταρρηθέντες, οι (Α) οι κατάδικοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥηθείς (μτχ. τού παθ. αόρ. ἐρρήθην τοὺ ρ. εἴρω [II] «λέγω, ομιλώ»)] …   Dictionary of Greek

  • νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… …   Dictionary of Greek

  • Μπαλάνος, Κοσμάς — (Ιωάννινα 1731 – 1808). Λόγιος κληρικός και δάσκαλος. Γιος του Βασιλόπουλου Μπαλάνου (βλ. λ. Βασιλόπουλος, Μπαλάνος), ο Μ. διδάχτηκε τα κοινά και τα εγκύκλια γράμματα από τον ίδιο τον πατέρα του. Σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος σε κωμοπόλεις της… …   Dictionary of Greek

  • φλυαρηθείς — φλυᾱρηθείς , φλυαρέω talk nonsense aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»