-
1 ῥεῦμα
ῥεῦμα, τό, das Fließende, die Fluth, der Fluß, Strom; Tragg., wie Aesch. Prom. 300; Soph. O. C. 158; Her. 8, 12 u. sonst, immer im plur., auch das Flußbett, 2, 20. 24, u. A.; Thuc. 4, 75; ἐλαίου, Plat. Theaet. 144 b; φλεβῶν, Tim. 29 a; Pol. vrbdt ποταμὸς ἄβατος διὰ τὸ πλῆϑος τοῠ ῥεύματος, 1, 75, 5. – Uebertr. von jeder großen Menge, μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν, Aesch. Pers. 88; στρατοῦ, 404; ἐςιδὼν πολλῷ ῥεύματι προςνισσομένους, Soph. Ant. 129; Eur. στρατοῦ, I. T. 1437; μελισσῶν, Antiphil. 29 (IX, 404); auch κλαυϑμῶν καὶ ὀδυρμῶν, Plut. cons. ad ux. 4; auch Heftigkeit, μετὰ πολλοῦ ῥεύματος εἰς τὴν Στοὰν φερόμενος, de garrul. 23. – Bei den Aerzten der im Körper herumziehende Krankheitsstoff, Fluß, Rheuma, Plut. Mar. 34 u. sonst, auch Bauchfluß. – Uebertr. drückt es auch das Wechseln, das Veränderliche aus, τύχης, Glückswechsel, Menand.
-
2 ῥεῦμα
-
3 flumentum
-
4 rheuma
rheuma, atis, n. (ῥεῦμα), I) die Strömung, aestu quodam, quod rheuma vocant, Veget. mil. 5, 12. Ambros. hexaëm. 5, 10, 29. – II) der Fluß im Körper, der Katarrh, der Rheumatismus, Hieron. epist. 122, 1. Cael. Aur. de morb. chron. 2, 1, 8: heteroklit. reuma, ae, f., Isid. orig. 4, 7, 11 (wo fluor reumae).
-
5 πρῶτος
πρῶτος, aus πρό gebildeter superl. (für πρόατος), wie πρότερος der compar. ist, dor. πρᾶτος, der vorderste, frühste, erste, vom Orte, von der Zeit, auch von der Ordnung, vom Range; πρῶτος Ἀγαμέμνων Ὀδίον ἔκβαλε δίφρου, Il. 5, 38; ὦρτο πολὺ πρῶτος, 7, 162; πρώτῳ τοι μετ' ἐμέ, 8, 289; ἐν πρώτῳ ῥυμῷ, vorn an der Deichsel, 6, 40. 16, 371; ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ Τρώεσσι μάχεσϑαι, 17, 380; u. so πρῶτοι, die Ersten, Vorkämpfer; oft ἐν πρώτοις, μετὰ πρώτοις, unter den vordersten Kämpfern, im Vordertreffen, Il., wie ἐνὶ πρώτοισι, Hes. Th. 713; auch πρῶτοι πρόμαχοι, Od. 18, 379; τὰ πρῶτα, der erste Kampfpreis, sc. ἆϑλα, Il. 23, 275; τὰ πρῶτα καλλιστεῖ' ἀριστεύσας στρατοῠ, Soph. Ai. 430; ὅςτις στρατοῠ τὰ πρῶτ' ἀριστεύσας, 1300; τὰ πρῶτα φέρεσϑαι, seltner φέρειν, den ersten Preis, den Vorzug davontragen, τινός, worin, Jac. A. P. p. 431. 890; übh. erster Rang, Vorrang, erste Rolle; ἐς τὰ πρῶτα, bis auf den höchsten Grad, Her. 7, 13; zuweilen auch von Personen, τῶν Ἐρετριέων τὰ πρῶτα, τῶν Αἰγινητέων τὰ πρῶτα, 6, 100. 9, 78; ὁ μηχανικῶν ὢν τὰ πρῶτα, Luc. Hipp. 5, u. öfter; τὰ πρῶτα τῆς ἐκεῖ μοχϑηρίας, Ar. Ran. 721; τὰ πρῶτα τῆς λιμοῦ, der höchste Grad des Hungers, Ach. 743; vgl. noch Eur. οἶμαι ὑμᾶς τῆςδε γῆς Κορινϑίας τὰ πρῶτ' ἔσεσϑαι, Med. 917; – τὸ πρῶτον, der Anfang, τοῠ ᾄσματος, Plat. Prot. 343 c. – Es folgt darauf δεύτερος, τρίτος, Il. 6, 179. 23, 265; τίνα πρῶτον, τίνα ὕστατον, 11, 299. 16, 692; Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ, Pind. Ol. 11, 58; ἁλικίᾳ πρώτᾳ, N. 9, 42; πρώτοις καὶ τετράτοις, Ol. 8, 45; ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα, Aesch. Prom. 460; Μῆδος γὰρ ἦν ὁ πρῶτος ἡγεμὼν στρατοῠ, Pers. 751; αὐτὸς ἐν πρώτοις ἕπει, Soph. El. 28; Ἑλλάδος πρῶτοι χϑονός, Eur. El. 21; u. in Prosa: πρῶτος κατάκει-ται, Plat. Conv. 177 d; πολὺ πρῶτόν τε καὶ ἄριστον, Polit. 303 b; Folgde überall; οἱ πρῶτοι ἄνδρες ἐπὶ τοῦ πολιτεύματος, Pol. 3, 8, 3; πρῶτος αὐτὸς ἕκαστος εἶναι βουλόμενος, Luc. Calumn. 10; – τὴν πρώτην, sc. ὥραν od. ὁδόν, das erste Mal, zuerst, Her. 1, 153. 3, 134; anfangs, fürs Erste, Xen. Mem. 3, 6, 10; Arist. pol. 3, 11; – ιὰ πρῶτα bei den Philosophen die ersten, einfachsten Urstoffe der Dinge, die Elemente, sonst στοιχεῖα. – Selten auch comparativisch gebraucht, eher, früher, wie man Il. 13, 502 Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀκόντισεν Ἰδομενῆος nimmt, wo die Scholl. zu vergleichen; vgl. 14, 402. 18, 92; bei Spätern auch mit folgdm ἤ u. c. gen., οἱ πρῶτοί μου ταῦτα ἀνιχνεύσαντες, Ael. H. A. 8, 12; vgl. Wesseling Her. 2, 2. 9, 27; Schaef. ad D. Hal. C. V. p. 228. – Adverbial werden πρῶτον ἐπῴχετο, Il. 1, 50; Κύπριδα μὲν πρῶτα οὔτασε, αὐτὰρ ἔπειτα, 5, 458; τί πρῶτον, τί δ' ὑστάτιον καταλέξω, Od. 9, 14, öfter; – auch τὸ πρῶτον u. τὰ πρῶτα, gew. τοπρῶτον, ταπρῶτα geschrieben; ἐπὴν ταπρῶτα γένηται, Il. 6, 489; ἴστω νῠν Ζεὺς πρῶτα ϑεῶν, Il. 19, 258; τοπρῶτον, Pind. N. 3, 49; überall bei Tragg., Ar. u. in Prosa; ἐπεὶ τὸ πρῶτον εἶδον Ἰλίου πόλιν, Aesch. Ag. 1260; τὰ πρῶτα μὲν δὴ ῥεῠμα Περσικοῠ στρατοῠ ἀντεῖχεν, Pers. 404; οὐ νῦν πρῶτον, ἀλλὰ καὶ πάλαι, Soph. Phil. 954; οὗ νιν τὰ πρῶτ' ἐςεῖδον, Trach. 752; τὸ μὲν οὖν πρῶτον, anfangs, Plat. Prot. 333 d, u. sonst; das erste Mal, Conv. 217 d; τὰ πρῶτα, Dem. 2, 8; – zu früh, vor der Zeit, ἦ τ' ἄρα καὶ σοὶ πρῶτα παραστήσεσϑαι ἔμελλε Μοῖρ' ὀλοή, Od. 24. 28. – Aufzählend, πρῶτον – ἔπειτα, Plat. Prot. 722 a; – εἶτα, Phil. 15 b; – ἔτι δέ, Tim. 23 b; πρῶτον μέν – εἶτα, Xen. Cyr. 1, 3, 2; πρῶτον μέν – εἶτα δέ, 1, 2, 16; πρῶτον μέν – ἔπειτα δέ, 5, 6, 7. – Nach den pron. relat. ἐπεί u. ἐπειδή ist πρῶτον einmal, Od. 3, 320. 4, 13. 10, 328. 13, 133. 14, 467; – ὁππότε κε πρῶτον, simul ac, sobald einmal, Od. 11, 106; εὖτ' ἂν πρῶτα, Hes. O. 600; ὅπως πρῶτα, Th. 156; u. so in Prosa, ὅταν πρῶτον, Plat. Lys. 211 b; ἐπειδὴ πρῶτον, Il. 6, 37. – Das eigtl. adv. πρώτως ist selten; τοῖς πρώτως ἀναβᾶσι, Bekk. πρώτοις, Pol. 10, 11, 16; Arist. eth. 8, 5; εἴϑε πρώτως σοι ἐνέτυχον, Luc. Tyrann. 21; bes. bei den spätern Philosophen, τὸ πρώτως ψυχρόν, die Ursache der Kälte. Vgl. Lob. Phryn. 311.
-
6 παρ-εκ-χέω
παρ-εκ-χέω (s. χέω), daneben od. auf die Seite ausgießen, ἐκ ϑατέρου εἰς ϑάτερον κατὰ σταγόνα, S. Emp. adv. math. 7, 90; im pass. sich daneben ergießen, austreten, z. B. vom Nil, Strab. XVI, 760; τὸ ῥεῦμα παρεκχυϑέν, D. Sic. 5, 47.
-
7 περάσιμος
-
8 συν-ομβρίζω
συν-ομβρίζω, zusammen regnen, vom heftigen Platzregen, Plut. frg. 9, 7 ῥεῠμα ἦλϑε πολὺ καὶ συνώμβρισε καὶ κατέκλυσε τὰ πάντα.
-
9 σχίζω
σχίζω ( scindo, scheiden), spalten, zerspalten, zersplittern, Od. 4, 507; zerreißen, Hes. Sc. 428; νῶτον γᾶς, Pind. P. 4, 228; σχίσσεν κεραυνῷ Ζεὺς χϑόνα, N. 9, 24; übh. scheiden, theilen, zertheilen, zerlegen, zerschneiden, trennen, sondern; H. h. Merc. 128; Aesch. Ag. 699; σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει, Soph. El. 99; u. in Prosa: Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων, Her. 2, 17; u. ebendaselbst pass., Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς, er spaltet sich in drei Wege, Arme; σχιζομένη ὁδός, 7, 31, wie περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα, Plat. Tim. 21 e; σχίζεται εἰς δύο μέρη ἡ ῥύσις τοῦ ποταμοῦ, Pol. 2, 16, 11; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, das Heer theilte sich, Her. 8, 34; u. übertr., ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι, ihre Meinungen theilten sich, 7, 219; κατὰ μῆκος σχίσας, Plat. Tim. 36 b; ἑκάτερον τῶν σχισϑέντων, Polit. 263 a; τὸ γάλα, die Milch gerinnen machen, Diosc.
-
10 κατα-σταγμός
κατα-σταγμός, ὁ, das Herabtröpfeln, bei den Aerzten, τὸ ῥεῦμα τὸ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς καταφερόμενον διὰ τῶν μυκτήρων B. A. 270.
-
11 δενδρεό-θρεπτον
δενδρεό-θρεπτον, ῥεῠμα, Bäume nährend, Empedocl. 405.
-
12 μορμύρω
μορμύρω (vgl. μύρω, die Reduplication der Wurzel tritt noch deutlicher in der von Hesych. erwähnten Nebenform μυρμύρω hervor), unter Gemurmel, Geräusch hinfließen, hinrauschen; ποταμὸς ἀφρῷ μορμύρων, mit Schaum rauschend, von einem Strome, Il. 5, 599. 21, 325; vom Okeanos, 18, 403; ῥεῦμα, Ael. N. A. 14, 26; auch im med., D. Per. 82; Hesych. erkl. allgemein ποιὸν ἦχον ἀποτελεῖν; öfter bei sp. D., wie Maneth. 5, 118, in der Anth., Κύπρις μορμύρουσα ἀφρὰ, Leon. Tar. 41 ( Plan. 182).
-
13 θολερός
θολερός ( ϑολός), kothig, schlammig, schmutzig; zunächst von verunreinigtem, trübem Wasser, τὸ ῥεῦμα, Thuc. 2, 102; ϑολ. καὶ πηλώδης ποταμός Plat. Phaed. 113 a; ὕδατος ϑολερὰν καὶ βαϑεῖαν ἀνάπνευσιν Tim. 92; τὸ ϑολερόν, dem καϑαρὸν ὕδωρ entggstzt, Ath. VII, 298 b. Auch ϑολερώτατος ἀήρ, trübe, neblig, Plat. Tim. 58 d, wie νεφέλαι Antiphil. 31 (IX, 277); οὖρον Hippocr. Uebh. unrein, schmutzig, προςώπου χρῶτα Ael. H. A. 14, 9; sprichwörtl. ὕδατι νίζεινϑολερὰν πλίνϑον Theocr. 16, 62; τὸ ϑολερὸν περὶ τὴν δίαιταν τοῦ ϑρέμματος, die Unreinlichkeit, Plut. Symp. 4, 5, 2. – Uebtr., λαμπρὸν δὲ ϑολερῷ δῶμα συμμίξας τὸ σὸν ἥλκωσας οἴκους Eur. Suppl. 222; beunruhigt, verwirrt, λόγοι, durch Leidenschaft getrübte, verwirrte Reden, Aesch. Prom. 887; Αἴας ϑολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας Soph. Ai. 205, in Sinnesverwirrung erkrankt.
-
14 αὐτο-πόνητον
αὐτο-πόνητον, ῥεῦμα μελισσῶν, selbst gearbeitet, Antiphil. 29 (IX, 404).
-
15 ἀ-κοίμητος
-
16 ἐξ-ίημι
ἐξ-ίημι (s. ἵημι), herausschicken, entsenden, entlassen; αὖϑι κατακτεῖναι μηδ' ἐξέμεν (inf. aor.) ἂψ ἐς Ἀχαιούς Il. 11, 141; in tmesi ἐπὰν γόου ἐξ ἔρον εἵην, wenn ich die Luft zur Klage von mir gethan, sie gestillt, Il. 24, 227, wie häufig im med. πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, vgl. Theogn. 1064; ἥλιος ἀκτῖνας ἐξίησι Eur. Bacch. 678; φάρυγγος αἰϑέρ' ἐξιεὶς βαρύν Cycl. 409, den Athem herausstoßen; ἱστίον Pind. P. 1, 91, wie κά-λων, s. unter κάλως; τὶ ἔκ τινος, Her. 2, 87; ὅταν σὰρξ ἀνάπαλιν εἰς τὰς φλέβας τὴν τηκεδόνα ἐξιῇ Plat. Tim. 82 e. Von Flüssen, mit u. ohne ῥεῠμα, also scheinbar intr., sich ergießen, Her. 1, 180. 2, 17 (in der eigenthümlichen Präsensform ἐξίει); ἡ λίμνη ἐξίησιν εἰς ϑάλασσαν Thuc. 4, 103; Folgde. – Med., von sich entlassen, fortschicken, γυναῖκα ἔξεο (imper. aor.) Her. 5, 39.
-
17 ῥύμα
ῥύμα, τό, = ῥεῠμα, Fluß, Strom, übh. das Fließende, Herm. Orph. H. 10, 22.
-
18 ῥύημα
-
19 ῥευματισμός
ῥευματισμός, ὁ, = ῥεῦμα, der Fluß im Körper, als Krankheit, Medic.
-
20 ῥευμάτιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥεῦμα — that which flows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
ρεύμα — το βλ. ρέμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλιοειδές ρεύμα — Ηλεκτρικό ρεύμα που ρέει προς τα δυτικά γύρω από τη Γη. Το ρεύμα αυτό οφείλεται σε μια ροή ηλεκτρονίων προς τα ανατολικά και μια ροή πρωτονίων προς τα δυτικά που έχουν παγιδευτεί στις ζώνες ακτινοβολίας Βαν Άλεν. Εξαιτίας της ροής αυτής του… … Dictionary of Greek
εναλλασσόμενο ρεύμα — Χρονικά μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που, στη διάρκεια μίας περιόδου, διαρρέει το κύκλωμα πότε κατά τη μία φορά και πότε κατά την αντίθετη, με μια συχνότητα ν ανεξάρτητη από τις σταθερές του κυκλώματος. Στην πιο απλή της μορφή η στιγμιαία τιμή… … Dictionary of Greek
τριφασικό ρεύμα — Το ρεύμα που παράγεται από τριφασική τάση. Για να κατανοήσουμε την παραγωγή τριφασικής τάσης χρησιμοποιούμε την εξής διάταξη: Παίρνουμε 3 πηνία και τα τοποθετούμε έτσι ώστε οι 3 άξονές τους να σχηματίζουν ανά 2 (γειτονικοί) γωνία 120°. Αν στον… … Dictionary of Greek
Μέγα Ρεύμα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.160 μ., 22 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεβρόπολης Αγράφων … Dictionary of Greek
αγνοητές — Ρεύμα μονοφυσιτών του 4ου αι. Ονομάζονταν και θεμιστιανοί,από κάποιον Θεμίστιο, διάκονο. Υποστήριζαν ότι o Χριστός δεν είναι παντογνώστης και ότι αποκτά, με την πάροδο του χρόνου, νέες γνώσεις. Η διδασκαλία αυτή καταδικάστηκε πολλές φορές από την … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek