-
1 συν-ομβρίζω
συν-ομβρίζω, zusammen regnen, vom heftigen Platzregen, Plut. frg. 9, 7 ῥεῠμα ἦλϑε πολὺ καὶ συνώμβρισε καὶ κατέκλυσε τὰ πάντα.
-
2 συνομβρίζω
συν-ομβρίζω, zusammen regnen, vom heftigen Platzregen
1 συν-ομβρίζω
συν-ομβρίζω, zusammen regnen, vom heftigen Platzregen, Plut. frg. 9, 7 ῥεῠμα ἦλϑε πολὺ καὶ συνώμβρισε καὶ κατέκλυσε τὰ πάντα.
2 συνομβρίζω