-
1 ῥύημα
-
2 ῥύημα
ῥύημα, τό, gew. eine Art Honigkuchen
См. также в других словарях:
ρύημα — τὸ, Α είδος εδέσματος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παθ. αόρ. ἐρρύην τού ῥέω* + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
ῥυημάτων — ῥύημα honey cake neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυήματα — ῥύημα honey cake neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)