-
1 courant
ρεύμα -
2 obvyklý
ρεύμα -
3 nurt
ρεύμα -
4 obiegowy
ρεύμα -
5 prąd
ρεύμα -
6 akıntı
ρεύμα, ροή, ρους -
7 cereyan
ρεύμα. ροή, ρους -
8 течение
течение с το ρεύμα, το ρέμα; η πορεία (тж. перен.) по \течениею σύμφωνα με το ρεύμα; против \течениея ενάντια στο ρεύμα; ◇ с \течениеем времени με τον καιρό; в \течение... στη διάρκεια...* * *сτο ρεύμα, το ρέμα; η πορεία (тж. перен.)по тече́нию — σύμφωνα με το ρεύμα
про́тив тече́ния — ενάντια στο ρεύμα
••с тече́нием вре́мени — με τον καιρό
в тече́ние … — στη διάρκεια…
-
9 ток
ток Iм в разн. знач. τό ρεϋμα:\ток воздуха τό ρεϋμα ἀέρος· электрический \ток τό ρεϋμα· постоянный (переменный) \ток τό συνεχές (τό ἐναλλασσόμενο) ρεϋμα· \ток высокого напряжения ρεϋμα ὑψηλής τάσεως· включить (выключить) \ток ἀνοίγω (κλείνω) τό ρεϋμαток IIм (место, где птицы токуют) ὁ τόπος, ὅπου ζευγαρώνονται τά πουλιά.ток IIIм с.-х. τό ἀλώνι[ον].ток IVм (женский головной убор) ἡ τόκα. -
10 ток
ток 1-а α.1. (γραπ. λόγος) ροή• ρεύμα•реки ο ρους του ποταμού•
ток воздуха ρεύμα αέρα.
2. ρεύμα ηλεκτρικό•ток высокого напряжения ρεύμα υψηλής τάσης•
ток высокой частоты ρεύμα υψηλής συχνότητας•
сила -а η ισχύς του ρεύματος.
|| μτφ. νευρίασμα.ток 2-а α.1. βλ. токование.2. εισροή, συνάθροιση πτηνών για βάτευμα.ток 3-а, προθτ. о токе, на току, πλθ. тока κ. токи, -ов α.αλώνι.ток 4-а α.παλ. ψηλό γυναικείο καπέλο χωρίς γύρο. -
11 плыть
плы||тьнесов1. (о человеке, животном) κολυμπώ, κολυμβῶ·2. (о неодушевленных предметах) πλέω:\плыть по течению а) πλέω μέ τό ρεῦμα, б) перен ἀκολουθῶ τό ρεῦμα· \плыть против течения а) ἀναπλέω, πλέω ἀναπόταμα, б) перен πηγαίνω ἐνάντια στά ρεύμα·3. (на судне) πλέω, πηγαίνω, ἀρμενίζω:\плыть на ло́дке πηγαίνω μέ τήν βάρκα· \плыть на веслах πηγαίνω μέ τά κουπιά· \плыть под парусами πλέω μέ τά πανιά, ἀρμενίζω·4. (парить\плыть о птице и т. ἡ.) λάμνω, ἀερολάμνω:облака \плытьву́т περνούν τά σύννεφα· ◊ все \плытьвет перед глазами (о полуобморочном состоянии) ἔχω ζαλάδα. -
12 течение
течени||ес1. (действие) ἡ ροή, ἡ πορεία:\течение мыслей ἡ ροή (или πορεία) τῶν-σκέψεων \течение болезни ἡ πορεία τής ἀρρώστιας·2. (ток, струя) τό ρέμα, τό ρεδ-μα, ὁ ροῦς:морское \течение τό θαλασσινό ρεῦμα· возду́шное \течение τό ρεδμα τοῦ ἀέρος· быстрое \течение τό δυνατό ρεδμα· плыть по \течениею прям., перен ἀκολουθώ τό ρεδμα· идти́ против \течениея прям., перен πηγαίνω ἐνάντια στό ρεδμα· вверх по \течениею ἀνάρ-ρεμα τοῦ ποταμοὔ· вниз по \течениею μέ τό ρεδμα τοῦ ποταμοῦ·3. перен (направление) τό ρεύμα; \течение в нау́ке ἐπιστημονικό ρεῦμα· ◊ в \течение ἐπί, στή διάρκεια, διαρ-κοῦντος, κατά τή διάρκεια· в \течение дня στή διάρκεια τής ήμέρας, ἐντός τής ἡμέ-ρας· в \течение месяца μέσα σ' ἐναν μήνα· с \течениеем времени μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, μέ τόν καιρό· в \течение трех часов μέσα σέ τρεις ὠρες· в \течение всей беседы... σ' ὅλη τή διάρκεια τής συζήτησης... -
13 течение
-я ουδ.1. ροή, ρους, τρέξιμο•удержать течение крови σταματώ την αιματόρροια•
воды в реке ο ρους του ποταμού.
2. μτφ. αλληλοδιαδοχή•течение мысли η αλληλοδιαδοχή των σκέψεων.
3. μτφ. το πέρασμα, το διάβα•времени το πέρασμα του χρόνου.
4. (κυρλξ. κ. μτφ.)• тплое течение ζεστό ρεύμα•холодное течение ψυχρό ρεύμα•
литературное течение λογοτεχνικό ρεύμα.
εκφρ.в течение – στη διάρκεια•в течение дня – στη διάρκεια της μέρας•в течение нескольких минут – στη διάρκεια μερικών λεπτών, για λίγα• λεπτά•в течение спора – κατά τη διάρκεια της συζήτησης. -
14 Stream
subs.P. and V. ῥοή, ἡ, ῥεῦμα, τό, ῥεῖθρον, τό (Thuc.), ῥοῦς, ὁ (ῥόος in V.), V. ῥέος, τό, χεῦμα, τό, ἐπιρροή, ἡ, λιβάδες, αἱ; see Flow.Stream of lava: P. ῥύαξ, ὁ; see a lava.River: P. and V. ποταμός, ὁ.Spring: P. and V. πηγή, ἡ, κρήνη, ἡ, Ar. and V. νᾶμα, τό (also Plat. but rare P.), V. νασμός, ὁ; see Spring.Of a stream, adj.: P. and V. πηγαῖος (Plat.), V. κρηναῖος.Current: P. ῥεῦμα, τό (Thuc. 2, 102), ῥοή, ἡ (Plat., Crat. 402A).Down stream, with the stream: P. κατὰ ῥοῦν, Ar. κατὰ κῦμα... οὔριον (Eq. 433).Flow with a strong stream: P. and V. πολὺς ῥεῖν, P. μέγας ῥεῖν.met., stream of people: V. ῥεῦμα, τό; see Crowd.In streams: use adj.: P. and V. ἁθρόος, πολύς, πυκνός.Stream of blood: V. ῥοή, ἡ, ἀπορροή, ἡ, κρουνός, ὁ.Stream of tears: V. πηγή, ἡ, πλημμυρίς, ἡ, νᾶμα, τό, ἐπιρροή, ἡ (Eur., frag.), νοτίς, ἡ.In streams: P. and V. ἀστακτί.My tears fell in streams: P. ἀστακτὶ ἐχώρει τὰ δάκρυα (Plat., Phaedo, 117C).Stream of words: see under Torrent.The stream of time: V. οὑπιρρέων χρόνος. (Æsch. Eum. 853).——————v. intrans.Be carried along: P. and V. φέρεσθαι.Drip: P. and V. λείβεσθαι (Plat. but rare P.), καταστάζειν (Xen.), στάζειν (Plat. but rare P.), V. ἀποστάζειν, σταλάσσειν, διαρραίνεσθαι.Stream in: P. and V. ἐπιρρεῖν.Stream with: P. and V. ῥεῖν (dat.), V. στάζειν (dat.), καταστάζειν (dat.)καταρρεῖν (dat.), μυδᾶν (dat.).met., of people coming together: P. and V. συνέρχεσθαι, P. συρρεῖν (Xen.).Stream down: Ar. and P. καταρρεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stream
-
15 подмагничивание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подмагничивание
-
16 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка
-
17 сопротивление
1. (свойство) η αντίσταση, η αντίδραση, η αντοχήповерхностное - της επιφάνειας, επιφανειακή -разрядное - προληπτική - των εκκενώσεων/εκφορτώσεων- сдвигу η αντοχή σε διάτρηση, η διατμική αντοχήтепловое - см. термическое -2. (резистор) о αντισ-τάτης 3. (аргд.) η οπισθέλκουσα του κύματοςбалансировочное (аргд.) η οπισθέλκουσαεξισορρόπησηвихревое - (аргд.) - τωνδινώνлобовое - (аргд.) η μετωπική οπισθέλκουσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сопротивление
-
18 ток
I. 1. эл. το ρεύμαпреобразовывать переменный - в постоянный μετατρέπω το εναλλασσόμενο - σε σταθερόвихревой - δίνης, το δινόρευμα- τα δίνης2. (течение, поток) η ροή, το ρεύμα. II.с.-х. (площадка для молотьбы) το αλώνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ток
-
19 вниз
вниз ((προς τα) κάτω смот реть \вниз κοιτάζω κάτω сойти \вниз κατεβαίνω \вниз по лестнице κατεβαίνοντας τη σκάλα \вниз по течению ακολουθόντας. το ρεύμα* * *смотре́ть вниз — κοιτάζω κάτω
сойти́ вниз — κατεβαίνω
вниз по ле́стнице — κατεβαίνοντας τη σκάλα
вниз по тече́нию — ακόλουθοντας το ρεύμα
-
20 сквозить
См. также в других словарях:
ῥεῦμα — that which flows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
ρεύμα — το βλ. ρέμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλιοειδές ρεύμα — Ηλεκτρικό ρεύμα που ρέει προς τα δυτικά γύρω από τη Γη. Το ρεύμα αυτό οφείλεται σε μια ροή ηλεκτρονίων προς τα ανατολικά και μια ροή πρωτονίων προς τα δυτικά που έχουν παγιδευτεί στις ζώνες ακτινοβολίας Βαν Άλεν. Εξαιτίας της ροής αυτής του… … Dictionary of Greek
εναλλασσόμενο ρεύμα — Χρονικά μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που, στη διάρκεια μίας περιόδου, διαρρέει το κύκλωμα πότε κατά τη μία φορά και πότε κατά την αντίθετη, με μια συχνότητα ν ανεξάρτητη από τις σταθερές του κυκλώματος. Στην πιο απλή της μορφή η στιγμιαία τιμή… … Dictionary of Greek
τριφασικό ρεύμα — Το ρεύμα που παράγεται από τριφασική τάση. Για να κατανοήσουμε την παραγωγή τριφασικής τάσης χρησιμοποιούμε την εξής διάταξη: Παίρνουμε 3 πηνία και τα τοποθετούμε έτσι ώστε οι 3 άξονές τους να σχηματίζουν ανά 2 (γειτονικοί) γωνία 120°. Αν στον… … Dictionary of Greek
Μέγα Ρεύμα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.160 μ., 22 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεβρόπολης Αγράφων … Dictionary of Greek
αγνοητές — Ρεύμα μονοφυσιτών του 4ου αι. Ονομάζονταν και θεμιστιανοί,από κάποιον Θεμίστιο, διάκονο. Υποστήριζαν ότι o Χριστός δεν είναι παντογνώστης και ότι αποκτά, με την πάροδο του χρόνου, νέες γνώσεις. Η διδασκαλία αυτή καταδικάστηκε πολλές φορές από την … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek