-
1 πολυ-κοίμητος
πολυ-κοίμητος, viel od. fest schlafend, Schol. Aesch. Prom. 139.
-
2 κακο-κοίμητος
κακο-κοίμητος, schlecht schlafend, Hesych., Erkl. von δυςηλεγής.
-
3 μακρο-κοίμητος
μακρο-κοίμητος, Erkl. von τανηλεγής, VLL.
-
4 ἀ-κοίμητος
-
5 ἀκοίμητος
ἀ-κοίμητος, schlaft-, rastlos; vom Feuer der Vestalinnen -
6 κακοκοίμητος
-
7 πολυκοίμητος
πολυ-κοίμητος, viel od. fest schlafend
См. также в других словарях:
ζωοκοίμητος — ζωοκοίμητος, ον (Μ) μόνο στη φράση «ζωοκοίμητος μετάθεσις» (για την Παναγία) η μετάθεση της από τη ζωή στον θάνατο, η εν ζωή κοίμηση της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + κοιμητος (< κοιμώμαι), πρβλ. α κοίμητος, πολυ κοίμητος] … Dictionary of Greek
πολυκοίμητος — ον, Α αυτός που κοιμάται βαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοίμητος (< κοιμῶμαι), πρβλ. κακο κοίμητος] … Dictionary of Greek
ACHIMITENSES — apud Liberatum Diaconum in Breviar. c. 18. per quendam Monachum Achimitensem etc. aliter Acymetensis; ita enim meminit Cyrilli Abbatis Acymetensis Nicolaus I. Pontif.Roman. Ep. 10. Aquimitensis quoque, namque Monasterinm Aquimitum memorat… … Hofmann J. Lexicon universale
μακροκοίμητος — μακροκοίμητος, ον (AM) αυτός που κοιμάται πολύ ή βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κοίμητος (< κοιμάομαι)] … Dictionary of Greek