Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀ-κοίμητος

См. также в других словарях:

  • ζωοκοίμητος — ζωοκοίμητος, ον (Μ) μόνο στη φράση «ζωοκοίμητος μετάθεσις» (για την Παναγία) η μετάθεση της από τη ζωή στον θάνατο, η εν ζωή κοίμηση της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + κοιμητος (< κοιμώμαι), πρβλ. α κοίμητος, πολυ κοίμητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυκοίμητος — ον, Α αυτός που κοιμάται βαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοίμητος (< κοιμῶμαι), πρβλ. κακο κοίμητος] …   Dictionary of Greek

  • ACHIMITENSES — apud Liberatum Diaconum in Breviar. c. 18. per quendam Monachum Achimitensem etc. aliter Acymetensis; ita enim meminit Cyrilli Abbatis Acymetensis Nicolaus I. Pontif.Roman. Ep. 10. Aquimitensis quoque, namque Monasterinm Aquimitum memorat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μακροκοίμητος — μακροκοίμητος, ον (AM) αυτός που κοιμάται πολύ ή βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κοίμητος (< κοιμάομαι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»