Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥεούσας

См. также в других словарях:

  • ῥεούσας — ῥεούσᾱς , ῥέω flow pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ῥεούσᾱς , ῥέω flow pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματουργώ — έω, ΜΑ [σωματουργός] προσδίδω σε κάτι σωματική, υλική υπόσταση («σωματουργεῑ τὰς ῥεούσας εἰκόνας», Πισίδ. Ι.) αρχ. 1. διαρθρώνω σε ενιαίο σύνολο 2. συνθέτω, σκευάζω («εἴδη τε πολλά σωματουργεῑ φαρμάκων», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • Μαρό, Κλεμάν — (Clement Marot, Καόρ 1496 – Τορίνο 1544). Γάλλος ποιητής. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της ποιητικής σχολής των ρητοριστών (rhetoriquers) και ο Μ. διδάχτηκε από εκείνον την τεχνική της στιχουργίας. Υπήρξε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»