Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥαψῳδοί

См. также в других словарях:

  • ῥαψῳδοί — ῥαψῳδός reciter of Epic poems masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • РАПСОДЫ —    • ΄Ραψωδοί,          певцы, говорившие речитативом эпические стихотворения, свои или чужие. Это название можно с вероятностью произвести от ράπτειν α̉οιδήν, от соединения эпических песен, и оно относится только к особенному способу произносить …   Реальный словарь классических древностей

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • RHAPSODI — Graece Ρ῾αψῳδοὶ, dicebantur olim, qui epica carmina Homeri vel Hesiodi, ἐπὶ ῥάβδῳ pronuntiabant, Lauream enim hi virgam tenentes ea solebant decantare: non tamen proprerea sic dicti, quasi Ρ῾αβδῳδοὶ. Nam antequam mos ille τοῦ ῥαψῳδεῖν aliena… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ραψωδός — Κατά την ελληνική αρχαιότητα επαγγελματίας ο οποίος απήγγελλε επικά ποιήματα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το όνομα αοιδός, το οποίο διατηρήθηκε για αιώνες· μόνο από τον 5o αι. π.X. χρησιμοποιήθηκε ο όρος ρ., που θεωρήθηκε κατόπιν από τους σύγχρονους… …   Dictionary of Greek

  • ГОМЕР —    • Homērus,          α̃Ομηρος. Известия древних о веке, жизни и судьбе Г. по большей части не что иное, как догадки и легендарные, частью символические рассказы из более позднего времени греческой истории; из них историческое исследование может …   Реальный словарь классических древностей

  • RHAPSODIA — Graece Ῥαψῳδία, Aristoreli carmen est, ex vario versuum genere compositum, veluti cento: quemadmodum Poema illud Chaeremonis, cui titulus Caemptaurus fuit, ῥαψῳδίας habuit nomen, quod ex variis metris, velut cento, consutum esset. Proprie vero,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ομηρίδης — ὁμηρίδης, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ ὁμηρίδαι α) γενεά ραψωδών που κατοικούσε στη Χίο και θεωρούνταν ότι καταγόταν από τον Όμηρο, τού οποίου τα ποιήματα έψαλλε στις κοινές συνελεύσεις τών Ελλήνων β) ραψωδοί τού 6ου π.Χ. αιώνα που απήγγελλαν και… …   Dictionary of Greek

  • ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… …   Dictionary of Greek

  • ραψωδία — Αρχικά η λέξη σήμαινε μέρος ή απόσπασμα ενός επικού ποιήματος, που έψελναν ή αφηγούνταν στην αρχαία Ελλάδα οι ραψωδοί. Όταν ο όρος ρ. εισήχθη στη νεότερη μουσική, στις αρχές του 19ου αι., με την κίνηση του ρομαντισμού, υποδήλωνε μια σύνθεση, πολύ …   Dictionary of Greek

  • φόρμιγγα — η / φόρμιγξ, ιγγος, ΝΜΑ παραλλαγή τής αρχαϊκής λύρας, το αρχαιότερο είδος τών έγχορδων μουσικών οργάνων, που χρησιμοποιούσαν οι αοιδοί και οι ραψωδοί, παραπλήσιο με τη σημερινή άρπα αλλά μικρότερου σχήματος, με τέσσερεις και αργότερα με επτά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»