Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥίζαν

  • 1 ριζάν

    ῥίζα
    root: fem gen pl (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ριζάν

  • 2 ῥιζᾶν

    ῥίζα
    root: fem gen pl (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ῥιζᾶν

  • 3 ρίζαν

    ῥίζᾱν, ῥίζα
    root: fem acc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ρίζαν

  • 4 ῥίζαν

    ῥίζᾱν, ῥίζα
    root: fem acc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ῥίζαν

  • 5 ῥίζα

    1 root met.

    ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου O. 2.46

    φαμὶ γὰρ Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον” (v. Barrett, Hermes, 1954, 435̆{1}) P. 4.15 νιν (= Κυράναν) πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν (τρίτην μοῖραν τῆς ἠπείρου γῆς, τουτέστι τὴν Λιβύην Σ.) P. 9.8 Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν, Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν πρόφαινεν (φησὶ τοὺς προγόνους Σ.) I. 8.56 ζᾳ τε[ Παρθ. 2. 58.

    Lexicon to Pindar > ῥίζα

  • 6 ῥίζα

    ῥίζα, ης, ἡ (on the formation s. Schwyzer I 352, cp. Lat. radix; Hom.+; ins, pap, LXX; OdeSol 11:16b; TestJud 24:5; Philo; Jos., Ant. 3, 174 al.; Tat. 12, 3f).
    the underground part of a plant, root
    lit. Mt 3:10; Lk 3:9; Hs 9, 1, 6; 9, 21, 1. ἐκ ῥιζῶν to its roots, root and branch (Heraclid. Pont., Fgm. 50 W.; Plut., Pomp. 629 [21, 3]; Polyaenus 2, 1, 10; Job 31:12; Aesop, Fab. 70 P.=101 Ch./71 H-H.) Mk 11:20. ῥίζαν ἔχειν have (deep) root(s) Mt 13:6; Mk 4:6 (Theophr., HP 6, 6, 7 πολλὴν ἔχουσα ῥίζαν; Reader, Polemo p. 372).
    in imagery and transferred sense (LXX; oft. Philo; SibOr 3, 396): in the parable οὐκ ἔχειν ῥίζαν (ἐν ἑαυτῷ) have no firm root and hence be easily inclined to fall away Mt 13:21; Mk 4:17; Lk 8:13.—In Paul’s figure of the olive tree, its root and branches Ro 11:16–18. On ῥίζας βάλλειν 1 Cl 39:8 (Job 5:3) s. βάλλω 3c.—Of the beginnings fr. which someth. grows (Socrat., Ep. 14, 2; Herm. Wr. 4, 10): a family or nation (Ael. Aristid. 30, 16 K.=10 p. 120 D.; OGI 383, 30f [I B.C.] ἐμοῦ γένους ῥίζα) ἐκκόπτειν ἐκ ῥιζῶν root out, destroy root and branch B 12:9 (cp. ἐκ ῥιζῶν ἐξαιρεῖν Jos, Ant. 9, 181). ῥίζα πικρίας Hb 12:15 (πικρία 1). ῥ. πάντων τῶν κακῶν 1 Ti 6:10 (cp. SibOr 3, 234; Constantin. Manasses 2, 9 H.: φθόνος ἡ ῥίζα τῶν κακῶν; Himerius, Ecl. 32, 5 W.: παιδεία ῥίζα τῶν ἀγαθῶν; Straub 31). τῆς πίστεως ῥ. Pol 1:2 (cp. Epicurus in Athen. 12, 67 p. 546f [HUsener, Epicurea 1887 p. 278, 10] ἀρχὴ καὶ ῥίζα παντὸς ἀγαθοῦ; Plut., Mor., 4b πηγὴ καὶ ῥίζα καλοκἀγαθίας; Sir 1:6, 20 ῥ. σοφίας; Wsd 15:3 ῥ. ἀθανασίας).
    that which grows from a root, shoot, scion, in our lit. in imagery descendant (Diod S 26, 16a μηδὲ ῥίζαν ἀπολιπεῖν συγγενείας=not a single scion of the family should survive; Ps.-Apollod. 2, 1, 4, 2 ʼ Αγήνωρ τῆς μεγάλης ῥίζης ἐγένετο γενεάρχης=the progenitor of the strong offshoot; Sir 40:15; 1 Macc 1:10) of the Messiah ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαί the Scion from Jesse Ro 15:12 (Is 11:10); ἡ ῥίζα Δαυίδ (cp. Sir 47:22) Rv 5:5; cp. 22:16. ὡς ῥίζα ἐν γῇ διψώσῃ 1 Cl 16:3 (Is 53:2).
    Hs 9, 30, 1f speaks of the ῥίζαι τοῦ ὄρους (of a mountain, hill, etc. as its foot: Aeschyl., Prom. 365 [pl.]; Polyb. 2, 66, 10; Diod S 20, 41, 3; Plut., Sulla 461 [16, 1]; Jos., Bell. 5, 239).—B. 523. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ῥίζα

  • 7 ῥίζα

    -ης + N 1 1-1-18-23-19=62 Dt 29,17; 2 Kgs 19,30; Is 5,24; 11,1(bis)
    root Jb 30,4; id. (metaph.) Dt 29,17; root, stock, family Tob 5,14; root, basic source, point Jb 19,28; root, origin (metaph.) Sir 1,6; shoot, scion Is 11,1
    ἐκ ῥιζῶν to its roots, root and branch, utterly Jb 31,12; εἰς ῥίζας τῶν ποδῶν μου to the sole of my feet Jb 13,27; ἡ ῥίζα τοῦ ὄρους foot of the hill Jdt 6,13; ῥίζαν βάλλοντας taking root Jb 5,3; οὐ δώσει ῥίζαν εἰς βάθος it will not take deep root, it will not put down root very deeply Wis 4,3; οὐ διαδώσουσιν τὰ τέκνα αὐτῆς εἰς ῥίζαν her children shall not take root Sir 23,25
    →LSJ Suppl; MM; TWNT

    Lust (λαγνεία) > ῥίζα

  • 8 θάλλω

    θάλλω (θάλλει, -οντι; -ων, -οντος, -οντες, -οντας; -οισα, -οισαν: impf. ἔθαλλεν: aor. θλησεν); pf. τέθᾶλεν, τεθᾶλότα.)
    a flourish, blossom ἔντιλτ;δὲ καὶγτ; θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου] Θρ. 3. 3.
    b causal, make to produce

    οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23

    c met., flourish, prosper

    ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας P. 4.65

    παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.21

    νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν ( θάλλοισαν with δέσποιναν, Σ; with ῥίζαν edd.) P. 9.8 οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) I. 3.6

    τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά I. 5.17

    θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν I. 6.1

    παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς πᾶς τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 7. c. dat., θάλλει δ' ἀρεταῖσιν (sc. ἡ Ὀποῦς) O. 9.16

    εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.53

    Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις (sc. Καλλικλέης) N. 4.88

    νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς N. 10.42

    ( ἀρετὰς)

    αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.4

    ἄμμι δ, ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία with luxuriant golden hair I. 7.49

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεὶ θάλλει μαλακαῖς εὐδίαις Pae. 2.52

    Αἰολάδα σταθμὸν ὑμνήσω στεφάνοισι θάλλοισα παρθένιον κάρα a chorus of girls sings Παρθ. 2. 11. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν θάλλοντας ἥβᾳ (Boeckh: θάλλοντα codd.) fr. 171.
    d frag. ]θαλλο[ν]τι[ Πα. 13. a. 10.

    Lexicon to Pindar > θάλλω

  • 9 ῥίζα

    ῥίζ-α, ης, ἡ: [dialect] Ion. nom.
    A

    ῥίζη Hp.

    ap. Erot., acc.

    ῥίζην Marc.Sid.89

    (before a vowel), but

    ῥίζαν Il.11.846

    (whence [dialect] Ion. nom. ῥίζα may be inferred):— root, Od.10.304, 23.196, etc.; used as a medicine, Il.11.846; ῥ. ἐλατήριος, of a purgative medicine, Hp.Epid.5.34: mostly in pl., roots, Il.12.134, Od.12.435, etc.;

    δένδρεα μακρὰ αὐτῇσιν ῥίζησι Il.9.542

    : hence
    2 metaph., roots of the eye, Od.9.390 (but ῥίζας ἐν ὄσσοις αἱματῶπας in E.HF 933 prob. bloodshot streaks); the roots or foundations of the earth, Hes.Op.19;

    χθόνα.. αὐταῖς ῥ. πνεῦμα κραδαίνοι A.Pr. 1047

    (anap.); ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο ib. 367; of feathers, hair, etc., Pl.Phdr. 251b, Arist.HA 518b14; of the teeth, Id.GA 789a13;

    γαστρὸς ῥ. ὀμφαλός Id.HA 493a18

    , etc.
    3 τὸν πόλεμον ἐκ ῥιζῶν ἀνῄρηκε 'root and branch', Plu.Pomp.21, cf. Heraclid. Pont. ap. Ath.12.523f;

    ἐκ ῥιζῶν ἀπώλεσεν LXX Jb.31.12

    ; cf. ῥιζόθεν, πρόρριζος.
    II that from which anything springs as from a root, ῥίζαν ἀπείρου τρίταν a third continental foundation, of Libya, Pi.P.9.8; ἀστέων ῥ., of Cyrene, as the root or original of the Cyrenaic Pentapolis, ib.4.15; root or stock from which a family springs,

    ῥ. σπέρματος Id.O.2.46

    , cf. I.8(7).61, A.Ag. 966, S.Aj. 1178, etc.; so, race, family, A.Th. 755 (lyr.), E.IT 610, OGI383.31 (Nemrud Dagh, i B.C.), etc.;

    συκοφάντου.. σπέρμα καὶ ῥ. D.25.48

    ; sect, party, Jul. Gal. 106e; also

    ῥ. κακῶν E.Fr.912.11

    (anap.);

    ἀρχὴ καὶ ῥ. παντὸς ἀγαθοῦ Epicur.Fr. 409

    , cf. 1 Ep.Ti.6.10;

    πηγὴ καὶ ῥ. καλοκἀγαθίας Plu. 2.4c

    ;

    ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης Arist.Mete. 353b1

    , etc.; cf.

    ῥίζωμα 11

    .
    2 base, foundation, ῥ. πάντων καὶ βάσις ἁ γᾶ ἐρήρεισται Ti. [dialect] Locr. 97e, cf. Pl.Ti. 81c; base of a vertical pillar, Procl.Hyp.3.23;

    τῶν λόφων Onos.10.6

    .
    3 Math., root or base of a series, Anatolius ap.Theol.Ar.9. ([dialect] Aeol. [full] βρίζα (q.v.): cf. Goth. waúrts, Lat. radix.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥίζα

  • 10 Αἴγινα

    a the island Αἰγίνᾳ τε νικῶνθ' ἑξάκις (Boeckh: Αἰγίνᾳ, Αἴγινά codd.) O. 7.86

    ἐξένεπε δολιχήρετμον Αἴγιναν πάτραν O. 8.20

    Αἰγίνᾳ τε γὰρΝίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90

    τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.3

    ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.3

    οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50

    Αἴγινανδιαπρεπέα νᾶσον I. 5.43

    Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.8

    Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν, Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν πρόφαινεν I. 8.56

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    b a nymph, daughter of Asopos, mother of Aiakos by Zeus, mother of Menoitios by Aktor.

    υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70

    Αἴγινα φίλα μᾶτερ P. 8.98

    Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι N. 4.22

    Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον N. 8.6

    χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίν Αιγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16

    ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσώπου ποτ ἀπὸ προθύρων βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν ( Ζεύς sc.) Pae. 6.137

    Lexicon to Pindar > Αἴγινα

  • 11 ἄπειρος

    ᾱπειρος (: -ου, -ῳ, -ον)
    b world νιν (= Κυράναν) πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν i. e. Libya, with Asia and Europe one third of the world P. 9.8
    c mainland Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ), βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον ( Ἀπείρῳ i. e. Epirus Σ, fort. recte, λέγεται δὲ ὅτι μετὰ τὰ ἐν Ἰλίῳ ταύτης τῆς Ἠπείρου ἦρξεν ὁ Νεοπτόλεμος) N. 4.51
    ------------------------------------
    ᾰπειρος, -ον
    1 inexperienced, ignorant

    καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48

    γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροισιν, ἐμπείρων δέ τις ταρβεῖ fr. 110. c. gen.,

    ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70

    κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι sc. the gods fr. 143. 2.
    ------------------------------------

    Lexicon to Pindar > ἄπειρος

  • 12 ἄστυ

    ἄστυ (ἄστυ, -εος, -ει, -εϊ, -υ; ἄστη, -έων)
    1 city ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.: Lindos, Ialysos, Kamiros, the three cities of Rhodes) O. 7.76 φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν (λέγει δὲ τῆς Ὀποῦντος. Σ.) O. 9.42 ἐν ἄστεϊ Πειράνας Korinth O. 13.61φαμὶ γὰρ Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” Cyrene P. 4.15

    ἄστυ χρυσοθρόνου διανέμειν θεῖον Κυράνας P. 4.260

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων, πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.56

    ξένιον ἄστυ κατέδρακεν Thebes N. 4.23 πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθενἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις ( ἄστη nom. et acc. interpr. edd.) N. 10.5 νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† ( Προίτοιο τόδ' ἱπποτρόφον ἄστυ θάλησεν Boeckh: Argos) N. 10.41 ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων Aigina I. 6.69

    ὧραί τε Θεμίγονοι [πλάξ]ιππον ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Pae. 1.7

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ κα[ (nom.) Pae. 4.32 ]

    ἄστεϊ κτεάν[ Pae. 21.15

    θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. καὶ λιπαρῷ Σμυρναίων ἄστεϊ fr. 204.

    Lexicon to Pindar > ἄστυ

  • 13 γᾶ

    γᾱ, γαῑα (γᾶς, γᾶν. γαῖα), γαίας, γαίᾳ, γαῖαν; γαίας)
    a earth, soil, surface of the earth

    τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59

    τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.81

    μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56

    ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐώνN. 10.87

    κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14

    θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ γαῖαν διδόντι ξείνια” (= βώλακα δαιμονίαν v. 37) P. 4.21

    ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς P. 4.229

    γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (byz.: γαίας codd.) P. 8.59 cf.

    Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ P. 11.10

    &

    γᾶς παρ' ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120

    φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.68

    γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν N. 10.8

    γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις i. e. in earthenware jars N. 10.35

    θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ τελευτὰν ἁπάντων γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων sc. Poseidon I. 4.19

    ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.19

    Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν when he was driven into the ground by the Centaurs Θρ. 6. 9. opp. to heaven, ( ἡ δὲ διάνοια πέτεται κατὰ Πίνδαρον) τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ Plat., Theaet., 173 E = fr. 292. cf. N. 10.87 opp. to sea,

    γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14

    ἐπῇεν γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.
    b land, country

    ἐς γαῖαν πορεύειν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν O. 3.25

    εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις Rhodes O. 7.63 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι Rhodes O. 7.75 θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος ἀναρπάσαις from Elis O. 9.58

    Ζεῦὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, εὐκάρποιο γαίας μέτωπον P. 1.30

    φαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” Thera P. 4.14 νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων” P.4.26. “ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P.4.97. “ οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Iolkos P.4.118. προσπαλαίει νῦν γε πατρῴας ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων the land of the Lapithai P. 4.290

    καὶ γᾶν φράδασε N. 3.26

    νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ γαῖαν ἀνὰ σφετέραν, τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

    ναίω Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25

    Μολοσσίδα γαῖαν ἐξίκετ' Pae. 6.109

    ]γαῖαν τιμ[ fr. 60a. 4. pl.,

    υἱὸς Ἀλκμήνας, ὃς Οὐλυμπόνδ' ἔβα, γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55

    c pro pers., Earth

    Οὐρανὸς δ' ἔφριξέ νιν καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

    Ναὶς Κρέοισ' ἔτικτεν, Γαίας θυγάτηρ P. 9.17

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις (at Athens Σ, at Cyrene edd.) P. 9.102 παῖδα (= Ἀρισταῖον) —, ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ ἀνελὼν φίλας ὑπὸ ματέρος οἴσει” (byz.: γαἰ, γᾷ codd.) P. 9.60 test., Σ. Aesch. Eum. 2: Πίνδαρός φησι πρὸς βίαν κρατῆσαι Πυθοῦς τὸν Ἀπόλλωνα. διὸ καὶ ταρταρῶσαι ἐζήτει αὐτὸν ἡ Γῆ fr. 55.

    Lexicon to Pindar > γᾶ

  • 14 γαῖα

    γᾱ, γαῑα (γᾶς, γᾶν. γαῖα), γαίας, γαίᾳ, γαῖαν; γαίας)
    a earth, soil, surface of the earth

    τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59

    τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.81

    μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56

    ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐώνN. 10.87

    κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14

    θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ γαῖαν διδόντι ξείνια” (= βώλακα δαιμονίαν v. 37) P. 4.21

    ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς P. 4.229

    γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (byz.: γαίας codd.) P. 8.59 cf.

    Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ P. 11.10

    &

    γᾶς παρ' ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120

    φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.68

    γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν N. 10.8

    γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις i. e. in earthenware jars N. 10.35

    θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ τελευτὰν ἁπάντων γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων sc. Poseidon I. 4.19

    ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.19

    Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν when he was driven into the ground by the Centaurs Θρ. 6. 9. opp. to heaven, ( ἡ δὲ διάνοια πέτεται κατὰ Πίνδαρον) τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ Plat., Theaet., 173 E = fr. 292. cf. N. 10.87 opp. to sea,

    γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14

    ἐπῇεν γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.
    b land, country

    ἐς γαῖαν πορεύειν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν O. 3.25

    εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις Rhodes O. 7.63 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι Rhodes O. 7.75 θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος ἀναρπάσαις from Elis O. 9.58

    Ζεῦὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, εὐκάρποιο γαίας μέτωπον P. 1.30

    φαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” Thera P. 4.14 νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων” P.4.26. “ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P.4.97. “ οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Iolkos P.4.118. προσπαλαίει νῦν γε πατρῴας ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων the land of the Lapithai P. 4.290

    καὶ γᾶν φράδασε N. 3.26

    νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ γαῖαν ἀνὰ σφετέραν, τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

    ναίω Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25

    Μολοσσίδα γαῖαν ἐξίκετ' Pae. 6.109

    ]γαῖαν τιμ[ fr. 60a. 4. pl.,

    υἱὸς Ἀλκμήνας, ὃς Οὐλυμπόνδ' ἔβα, γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55

    c pro pers., Earth

    Οὐρανὸς δ' ἔφριξέ νιν καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

    Ναὶς Κρέοισ' ἔτικτεν, Γαίας θυγάτηρ P. 9.17

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις (at Athens Σ, at Cyrene edd.) P. 9.102 παῖδα (= Ἀρισταῖον) —, ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ ἀνελὼν φίλας ὑπὸ ματέρος οἴσει” (byz.: γαἰ, γᾷ codd.) P. 9.60 test., Σ. Aesch. Eum. 2: Πίνδαρός φησι πρὸς βίαν κρατῆσαι Πυθοῦς τὸν Ἀπόλλωνα. διὸ καὶ ταρταρῶσαι ἐζήτει αὐτὸν ἡ Γῆ fr. 55.

    Lexicon to Pindar > γαῖα

  • 15 ἐκ

    ἐκ, ἐξ (ἐξ before vowels: following its noun O. 7.91, O. 13.29, P. 2.19, O. 8.59 coni.: repeated P. 4.161, O. 9.68, Θρ. 3. 3 cod.; combined with
    1

    ἀπό P. 4.174

    , cf. O. 6.101, N. 5.7; separated from its noun by a verb P. 4.121) prep. c. gen.
    1 from
    a with verb of movement.

    βασιλεὺς δ' ἐπεὶ πετραέσσας ἐλαύνων ἵκετ ἐκ Πυθῶνος O. 6.48

    Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας O. 7.29

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος O. 7.69

    ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68

    στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29

    ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα O. 13.60

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.22

    ἐξ ὠκεανοῦ φέρομεν ἐννάλιον δόρυP. 4.26 κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος” (sc. βώλακα) P. 4.38 βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενονP. 4.91 ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυ- θάν (sc. ἦλθε) P. 4.126

    ἦλθον ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174

    ἦλθες ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων P. 5.52

    ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς N. 6.12

    φιάλαισι ἅς ποθ' ἵπποι πέμψαν ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

    ἐκ δὲ Πελλάνας (sc. ἀπέβαν) N. 10.44 ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας; I. 7.10 ]

    ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων [ ]νόρουσε Pae. 20.14

    ]βαμεν ἐξ Ὀλύμπου Pae. 22.6

    προβάτων γὰρ ἐκ πάντων κελάρυξεν θηλᾶν γάλα fr. *104b. 1.* ποι]κίλω[ν ἐ]κ λεχέω[ν ἀπέ]διλ[ος (supp. Lobel)fr. 169. 36.
    b esp. (release, free, take, separate) from. τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.90

    παῖδα ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας O. 4.20

    ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι O. 6.101

    ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι P. 3.56

    παῖδ' ἐκ νεκροῦ ἅρπασε P. 3.43

    ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων P. 3.96

    ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέωνP. 4.161—2.

    Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων ποτὲ Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5

    ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37

    τὸν δὴ ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.18

    ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18

    βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις N. 7.67

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.30

    ( ἄρουρα)

    ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.37

    ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων I. 4.22

    ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες I. 8.6

    ἐκ πυ[ρ ἁρπά]ξαισα[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 2.
    c (arising, coming) from, in various senses.
    I from (persons).

    μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς O. 6.74

    εἰ δ' ἐγὼ Μελησία ἐξ ἀγενείων κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ O. 8.54

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ i. e. as for what comes from Zeus N. 11.43 τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν sc. the soul fr. 131b. 3. esp. born of, descended from

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται O. 7.23

    ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς O. 10.86

    σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91

    βασιλεύς, ἐξ ὠκεανοῦ γένος ἥρως δεύτερος P. 9.14

    πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει P. 10.2

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7

    ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι N. 6.1

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.37

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαιI. 6.45 φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος fr. 164.
    II from (things), (won) from, ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.59

    ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64

    Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος O. 12.18

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν N. 2.19

    ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων I. 1.11

    ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181*. (developing) from, out of,

    ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.66

    πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἐξ ἑνὸς σπέρματος ἐνθορὸν ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36

    φαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαιP. 4.14

    ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121

    μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόνP. 4.155

    εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος P. 4.202

    ἀοιδοὶ ἄρχονται Διὸς ἐκ προοιμίου N. 2.3

    ( ἄρουραι)

    βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.10

    ]ἐκ φρεν[ὸς (supp. Snell) Πα. 7A. 5. ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν fr. 123. 4. ἔντι [δὲ καὶ] θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου (sc. ἀοιδαί: supp. Wil., Schneidewin: ἐκ etiam ante Διο- habet cod.: del. Wil.) Θρ. 3. 3. = fr. 128 Schr. ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ αὔξοντ fr. 133. 3.
    III of place of origin

    ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων κλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος O. 9.14

    δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ P. 12.5

    κατένευσέν τέ οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ Ζεὺς N. 5.34

    IV of source of sounds,

    τῷ μὲν ὁ χρυσοκόμας εὐώδεος ἐξ ἀδύτου ναῶν πλόον εἶπε O. 7.32

    ὦρσεν ( Ἀχιλλεὺς)

    πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον P. 3.103

    ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε βροντᾶς αἴσιον φθέγμα P. 4.197

    αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ P. 9.29

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.20

    αἴνιγμα παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν γνάθων fr. 177d.
    2 of time.
    a after, from (the time of)

    χώραν Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ O. 8.30

    Λοκρὶς παρθένος πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖσ' ἀσφαλές P. 2.19

    ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.39

    θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. cf. O. 13.66 esp. ἐξ ἀρχᾶς, from the beginning

    ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20

    ἀλλ' ἐν ἕκτᾳ πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον ἐξ ἀρχᾶς ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ P. 4.132

    ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.20

    a from the time when

    ἐξ οὗπερ ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱὸς O. 2.38

    II and ever since, and from then on

    ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71

    ἐξ οὗ παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.76

    3 of agency, in various senses.
    I by

    θέσφατον ἦν Πελίαν ἐξ ἀγαυῶν Αἰολιδᾶν θανέμεν P. 4.72

    II of gods, by the will, gift, agency of

    ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10

    ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς P. 1.41

    μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20

    Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.5

    b of things.
    I by

    Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμἐπέδα Πάριος ἐκ βελέων δαιχθείς P. 6.33

    II as a result of; from, by reason of

    Νέστορα ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν γινώσκομεν P. 3.113

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις P. 8.90

    τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Πελίαο παῖς N. 4.60

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44

    4 from, of expressing distinction from a group “ μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦP. 8.52 esp. beyond, above

    κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25

    τῷ μὲν κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας P. 4.66

    ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν N. 11.19

    5
    b divided from verb by verse end. ἐξ / ἄλλαξεν (v. ἐξαλλάσσω) I. 3.18
    c fragg. ]

    πρὶν Στυγὸς ὅρκιον ἐξ εὔ[ Pae. 6.155

    ]ν ὕμνων σέλας ἐξ ἀκαμαν[το Pae. 18.5

    Lexicon to Pindar > ἐκ

  • 16 ἐξ

    ἐκ, ἐξ (ἐξ before vowels: following its noun O. 7.91, O. 13.29, P. 2.19, O. 8.59 coni.: repeated P. 4.161, O. 9.68, Θρ. 3. 3 cod.; combined with
    1

    ἀπό P. 4.174

    , cf. O. 6.101, N. 5.7; separated from its noun by a verb P. 4.121) prep. c. gen.
    1 from
    a with verb of movement.

    βασιλεὺς δ' ἐπεὶ πετραέσσας ἐλαύνων ἵκετ ἐκ Πυθῶνος O. 6.48

    Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας O. 7.29

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος O. 7.69

    ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68

    στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29

    ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα O. 13.60

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.22

    ἐξ ὠκεανοῦ φέρομεν ἐννάλιον δόρυP. 4.26 κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος” (sc. βώλακα) P. 4.38 βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενονP. 4.91 ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυ- θάν (sc. ἦλθε) P. 4.126

    ἦλθον ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174

    ἦλθες ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων P. 5.52

    ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς N. 6.12

    φιάλαισι ἅς ποθ' ἵπποι πέμψαν ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

    ἐκ δὲ Πελλάνας (sc. ἀπέβαν) N. 10.44 ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας; I. 7.10 ]

    ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων [ ]νόρουσε Pae. 20.14

    ]βαμεν ἐξ Ὀλύμπου Pae. 22.6

    προβάτων γὰρ ἐκ πάντων κελάρυξεν θηλᾶν γάλα fr. *104b. 1.* ποι]κίλω[ν ἐ]κ λεχέω[ν ἀπέ]διλ[ος (supp. Lobel)fr. 169. 36.
    b esp. (release, free, take, separate) from. τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.90

    παῖδα ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας O. 4.20

    ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι O. 6.101

    ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι P. 3.56

    παῖδ' ἐκ νεκροῦ ἅρπασε P. 3.43

    ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων P. 3.96

    ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέωνP. 4.161—2.

    Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων ποτὲ Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5

    ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37

    τὸν δὴ ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.18

    ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18

    βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις N. 7.67

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.30

    ( ἄρουρα)

    ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.37

    ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων I. 4.22

    ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες I. 8.6

    ἐκ πυ[ρ ἁρπά]ξαισα[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 2.
    c (arising, coming) from, in various senses.
    I from (persons).

    μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς O. 6.74

    εἰ δ' ἐγὼ Μελησία ἐξ ἀγενείων κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ O. 8.54

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ i. e. as for what comes from Zeus N. 11.43 τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν sc. the soul fr. 131b. 3. esp. born of, descended from

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται O. 7.23

    ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς O. 10.86

    σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91

    βασιλεύς, ἐξ ὠκεανοῦ γένος ἥρως δεύτερος P. 9.14

    πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει P. 10.2

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7

    ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι N. 6.1

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.37

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαιI. 6.45 φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος fr. 164.
    II from (things), (won) from, ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.59

    ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64

    Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος O. 12.18

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν N. 2.19

    ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων I. 1.11

    ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181*. (developing) from, out of,

    ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.66

    πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἐξ ἑνὸς σπέρματος ἐνθορὸν ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36

    φαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαιP. 4.14

    ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121

    μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόνP. 4.155

    εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος P. 4.202

    ἀοιδοὶ ἄρχονται Διὸς ἐκ προοιμίου N. 2.3

    ( ἄρουραι)

    βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.10

    ]ἐκ φρεν[ὸς (supp. Snell) Πα. 7A. 5. ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν fr. 123. 4. ἔντι [δὲ καὶ] θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου (sc. ἀοιδαί: supp. Wil., Schneidewin: ἐκ etiam ante Διο- habet cod.: del. Wil.) Θρ. 3. 3. = fr. 128 Schr. ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ αὔξοντ fr. 133. 3.
    III of place of origin

    ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων κλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος O. 9.14

    δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ P. 12.5

    κατένευσέν τέ οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ Ζεὺς N. 5.34

    IV of source of sounds,

    τῷ μὲν ὁ χρυσοκόμας εὐώδεος ἐξ ἀδύτου ναῶν πλόον εἶπε O. 7.32

    ὦρσεν ( Ἀχιλλεὺς)

    πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον P. 3.103

    ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε βροντᾶς αἴσιον φθέγμα P. 4.197

    αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ P. 9.29

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.20

    αἴνιγμα παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν γνάθων fr. 177d.
    2 of time.
    a after, from (the time of)

    χώραν Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ O. 8.30

    Λοκρὶς παρθένος πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖσ' ἀσφαλές P. 2.19

    ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.39

    θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. cf. O. 13.66 esp. ἐξ ἀρχᾶς, from the beginning

    ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20

    ἀλλ' ἐν ἕκτᾳ πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον ἐξ ἀρχᾶς ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ P. 4.132

    ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.20

    a from the time when

    ἐξ οὗπερ ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱὸς O. 2.38

    II and ever since, and from then on

    ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71

    ἐξ οὗ παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.76

    3 of agency, in various senses.
    I by

    θέσφατον ἦν Πελίαν ἐξ ἀγαυῶν Αἰολιδᾶν θανέμεν P. 4.72

    II of gods, by the will, gift, agency of

    ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10

    ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς P. 1.41

    μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20

    Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.5

    b of things.
    I by

    Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμἐπέδα Πάριος ἐκ βελέων δαιχθείς P. 6.33

    II as a result of; from, by reason of

    Νέστορα ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν γινώσκομεν P. 3.113

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις P. 8.90

    τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Πελίαο παῖς N. 4.60

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44

    4 from, of expressing distinction from a group “ μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦP. 8.52 esp. beyond, above

    κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25

    τῷ μὲν κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας P. 4.66

    ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν N. 11.19

    5
    b divided from verb by verse end. ἐξ / ἄλλαξεν (v. ἐξαλλάσσω) I. 3.18
    c fragg. ]

    πρὶν Στυγὸς ὅρκιον ἐξ εὔ[ Pae. 6.155

    ]ν ὕμνων σέλας ἐξ ἀκαμαν[το Pae. 18.5

    Lexicon to Pindar > ἐξ

  • 17 Ἔπαφος

    1

    πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

    Lexicon to Pindar > Ἔπαφος

  • 18 εὐήρατος

    εὐήρᾰτος, -ον
    1 well loved

    ἵκων δ' Οἰνομάου καὶ Πέλοπος παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9

    σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις O. 6.98

    ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον (i. e. Λιβύαν) P. 9.8 εὐηρ[ατ (supp. Blass) ?fr. 333a. 14.

    Lexicon to Pindar > εὐήρατος

  • 19 ἔχω

    ἔχω (ἔχω, -εις, -ει, -ομεν, -οντι; ἔχω, -ῃ; ἔχων, -οντα), -οντες; -οισα, -οίσας; ἔχειν: impf. εἶχε, ἔχεν), ἔχον: fut. [ ἕξω codd.], σχήσει codd., ἕξει; σχήσοι: aor. ἔσχεν), ἔσχετ[ε], ἔσχον; ἔσχεθε, σχέθον; σχέθοι; σχεθών; σχεῖν, σχεθέμεν: med. impf. εἴχετο): aor. pro pass. σχόμεναι.)
    1 have, hold.
    1 generally,
    a have, possess, have in keeping ( Πέλοψ)

    τύμβον ἀμφίπολον ἔχων O. 1.93

    ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου (Aristarchus: ἔχοντι codd.) O. 2.46 εἰ δέ μιν (= ὄλβον)

    ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56

    Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας O. 7.74

    τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.46

    Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4

    Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας P. 8.78

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν N. 1.31

    ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94

    παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.100

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.14

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.47

    μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 9. as epexeg. inf.,

    ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71

    καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.120

    ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22

    b hold (in one's grip)

    ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36

    σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς (Elmsley: σχέθων codd.: ἐνδεξιωσάμενος πατέρα interpr. Schr.) P. 6.19
    2
    a rule over

    ὦ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει μοιράν τ' ἀέθλων O. 6.79

    ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70

    ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48

    b dwell in

    πόλιν· ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι P. 5.82

    ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” P. 9.34
    3
    a contain, preserve

    τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον P. 5.39

    b enfold

    ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν P. 4.79

    c = φέρω, bear of a pregnant woman.

    ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος O. 9.61

    a restrain, check

    τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75

    τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος ( ἔσχε coni. Schr.) fr. 232.
    b hold back, prevent c. inf.

    ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23

    c prevent c. part.

    ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν, κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54

    a provide

    ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79

    ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (v. μομφά; cf. fr. 359) I. 4.36
    b keep c. dupl. acc., pr. adj., simm.

    Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33

    καλὰ γινώσκοντ' ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289

    cf.

    ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός O. 6.8

    ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί ( keeps this as a revered honour v. ὀφθαλμός) P. 5.17 in tmesis, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (v. ἀπέχω) O. 2.69
    6
    a of non physical things, have, enjoy

    ὁ νικῶν ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.98

    θεὸς τεαῖσι μήδεται ἔχων τοῦτο κᾶδος, Ἱέρων, μερίμναισιν O. 1.107

    δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82

    Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν O. 13.37

    Χίρωνα νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5

    ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν P. 3.111

    τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.24

    πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν P. 8.91

    μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισαP. 9.32

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἀρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73

    ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (byz.: ἕξω codd.) N. 5.20

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.23

    κτεάνωνψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19

    βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62

    ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν I. 2.4

    ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει I. 5.33

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (unus cod. Stobaei: ἰσχύει rell.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2. and so, ἔχει θαλίας καὶ πόλις holds, celebrates O. 7.93
    b = πάσχω, have, be subject to

    ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον O. 1.59

    ἅλιον ἔχοντες, ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.62

    ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι (v. l. ὀχοίσας) P. 2.79

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος P. 3.24

    χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα (? i. e. ὕμνος) N. 3.12

    πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.52

    ἔνθ' ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36

    ἐπαγορίαν ἔχει ( ἐπίμωμός ἐστι interpr. Hesych.) ?fr. 359.
    7 possess, sway

    τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἔρως γὰρ ἔχεν (sc. αὐτούς: ἔσχεν cod., corr. Er. Schmid) I. 8.29 med. aor. pro pass., δεί]ματι σχόμεναι φύγον[ (sc. ἀμφίπολοι) Pae. 20.17
    8 have in mind, know

    εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.53

    9 acquire, get oneself (aor. only, but v. P. 2.30)

    Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71

    ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ O. 2.9

    Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν O. 9.88

    ἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.65

    [ ἐξαίρετον ἔχε μόχθον (Th. Mag.: ἔσχε codd.: ἕλε Mosch) P. 2.30] ( Ἀρκεσίλαν)

    ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.105

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων ( σχήσει v. l.) P. 9.116

    Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48

    Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν N. 10.32

    μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.37

    ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον Pae. 5.39

    Μοῖσαι, τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.57

    10 be able c. inf.

    ἔχω καλά τε φράσαι O. 13.11

    τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57

    οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.56

    , cf. I. 5.47
    11 intrans.,
    b without adv., keep, stay

    ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72

    v. E. Fraenkel, Horace, 279, 3.
    12 med., c. gen.,
    b met., lay hold of, set oneself to εἴχετ' ἔργου (sc. Ἰάσων) P. 4.233
    13 frag. εἶχε Πα. 7C. a. 3. ]

    σχήσει πολι[ Pae. 21.17

    τί κέ τις ἐσχ[ Δ. 4b. 11. ] ν ἰων ἕχον[ ?fr. 345. 12.

    Lexicon to Pindar > ἔχω

  • 20 κόρα

    κόρα, κούρα (κόρα, -ᾳ, -αν; -οι, -ᾶν, -αισι: κούρα, -ας, -ᾳ, -αν; -αις.)
    a daughter esp. unmarried daughter.

    εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις O. 2.23

    Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναίP. 4.103

    μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις O. 2.29

    ἀρχᾶθεν Ἰαπετιονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν O. 9.56

    κόραι Πιερίδες Διός O. 10.96

    φαμὶ γὰρ Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” Libya P. 4.14 ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' ψέος εὐρυβία Cyrene P. 9.13

    Ἀνταίου μέτα καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν P. 9.106

    Λίβυς, ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα P. 9.117

    Κάδμου κόραι P. 11.1

    Δαρδανίδα κόραν Πριάμου Κασσάνδραν P. 11.19

    Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1

    βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας Muses I. 6.74 [κού[ρα] (supp. Reitzenstein i. e. Zeuxippe: κοῦ[ρος] Snell) fr. 51b.]

    Λατοίδαν θαμινὰ Δελφῶν κόραι μελπόμεναι Pae. 6.16

    Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Muses Πα. 7B. 16.

    κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία Pae. 9.43

    Δωρίδος [πε]ντήκο[ντα κο]ύραις (supp. Lobel: i. e. Nereids) Θρ. 4. 5.
    b unmarried girl ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν Koronis, pregnant by Apollo P. 3.39

    Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78

    κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷςP. 9.43 μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν Kassandra P. 11.33 φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον the temple prostitutes of Aphrodite at Korinth fr. 122. 19. esp. of Pallas Athene,

    πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43

    κούρα Παλλὰς O. 13.65

    Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.96

    Lexicon to Pindar > κόρα

См. также в других словарях:

  • ῥιζᾶν — ῥίζα root fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥίζαν — ῥίζᾱν , ῥίζα root fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑπτά πόλεις μάρναντο σοφὴν διὰ ῥίζαν Ὁμηρου… — См. Семь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • семь — число каббалистическое Ср. Потом зашла речь об объяснении семи столбов и ступенек храма, 7 наук, 7 добродетелей, 7 коров, 7 даров Святого Духа. Гр. Л.Н. Толстой. Война и мир. 2, 3, 10. Ср. В комнате было семь человек семь, число каббалистическое …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Семь — число кабалистическое. Ср. Потомъ зашла рѣчь объ объясненіи семи столбовъ и ступенекъ храма, 7 наукъ, 7 добродѣтелей, 7 коровъ, 7 даровъ Святаго Духа. Гр. Л. Н. Толстой. Война и Миръ. 2, 3, 10. Ср. Въ комнатѣ было семь человѣкъ семь, число… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • CENTAURUS — nomen navis sic dictae, quod Centauri habuerit insigne. Virg. Aen. l. 5. v. 122. Centauro invehitur magnâ: Ubi Servius ait subaudiri debere naris. Hinc adiectivum Centaureus. Horat. l. 1. Carm. Od. 18. v. 7. At ne quis modici transiliat munera… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • FASELARES — apud Ael. Lamptid. in Anton. Hcliogab. Barbas sane mullorum tantas iubebat exhiberi, ut pro absentis, apiastris et faselaribus et faenograeco exhiberet plenis fabatariis, et discis: sunt faselt, et subint siliquae; seu faselaria, subint. grana.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • INDICUM — apud Plin l. 35. c. 6. E liquidis coloribus, quos a dominis dari diximus (pingenti) propter magnitudinem pretii, ante omnes est prupurissum, e creta argentaria; Ab hoc maxima auctoritas Indico. Ex India venit, harundinum spumae adhaerescente limo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MYRRHA — I. MYRRHA Graece μυῤῤὶς, herba est, simillima cicutae, caule foliique et folre, minor tantum et exilior, cibo non insuavis, Plin. l. 24. c. 16. sic dicta, διὰ τὸ μυρίζον καὶ ἐυῷδες, ob suavem eius fragrantiam, quam radice praefert. Dioscorides,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ORGANICA — Musices illa pars est, quae Instrumentis peragitur, quô Musices genere qui defungirur, psallere dicitur. Nempe ore quidem canimus, fidibus vel alio Organo psallimus. Cicero Invectivâ in Catilin. 2. Pueri tam delicati non solum amare et amari,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PISAEUS Jupiter — dicebatur simulacrum Iovis apud Pisatas culti. quod ex ebore a Phidia factum, inter VII. Veterum miracula locum habuit. Πίσης Σῆνα, Pisae Iovem vocat Philo apud Galenum in descri. medicamenti sui anodyni, quod ab ipso Φιλώνειον dictum est:… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»