Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ῥάψαι

См. также в других словарях:

  • ῥάψαι — ῥάπτω sew together aor imperat mid 2nd sg ῥάπτω sew together aor inf act ῥάψαῑ , ῥάπτω sew together aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε …   Dictionary of Greek

  • ραψωδός — Κατά την ελληνική αρχαιότητα επαγγελματίας ο οποίος απήγγελλε επικά ποιήματα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το όνομα αοιδός, το οποίο διατηρήθηκε για αιώνες· μόνο από τον 5o αι. π.X. χρησιμοποιήθηκε ο όρος ρ., που θεωρήθηκε κατόπιν από τους σύγχρονους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»