Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ευτός

См. также в других словарях:

  • ευτός — ή, ό δ. τ. τής αντων. αυτός* …   Dictionary of Greek

  • ραφιδευτός — ή, όν, Α (για ύφασμα) αυτός που έχει διακοσμηθεί με ποικίλματα τα οποία έχουν εκ τών υστέρων προστεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + κατάλ. ευτός τών ρηματ. επιθ. από ρ. σε εύω] …   Dictionary of Greek

  • σπορευτός — ή, όν, Α (για αγρό) κατάλληλος για σπορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ τού σπείρω* + ευτός, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *σπορεύω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»