-
1 βασιλευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασιλευτός
-
2 βουλευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουλευτός
-
3 διαπορευτός
διαπορ-ευτός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπορευτός
-
4 δουλευτός
A servile, Al.Le.23.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλευτός
-
5 δυσόδευτος
δῠσόδ-ευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσόδευτος
-
6 δυσπόρευτος
δυσπόρ-ευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπόρευτος
-
7 εὐάγρευτος
εὐάγρ-ευτος, ον,A = εὔαγρος, Sch.Opp.H.4.587.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάγρευτος
-
8 εὐδιόδευτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιόδευτος
-
9 εὐθεράπευτος
εὐθερᾰπ-ευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθεράπευτος
-
10 εὐθήρατος
εὐθήρ-ᾱτος, ον,A easy to catch or win,Διὸς ἵμερος οὐκ εὐ. ἐτύχθη A. Supp.87
; ἔτ' εὐ. AP12.105 (Asclep.), cf. Corn.ND28;στέφανος Plb. 31.25.3
;εὐ. ὑπὸ τῶν τοιούτων Arist.EN 1110b14
:—[dialect] Ion.[full] εὐθήρητος, v.l. [suff] εὐθήρ-ευτος, Opp.H.5.426.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθήρατος
-
11 εὐπαίδευτος
εὐπαίδ-ευτος, ον,A well-educated, well-trained, Hp.Art.43, cf. E.Or. 410;τῶν ἄλλων -ότατοι Phld.Piet.65
; docile, of an elephant, Philostr.VA2.11; εὐπαίδευτόν ἐστι it is a thing easily learnt, c. inf., Hp.Art.1; εὐ. ἐπιστολή a scholarly letter, D.H.Pomp.1.1. Adv. - τως Aret.CD1.3: [comp] Comp. - ότερον Athenoclesap.Ath.5.177e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπαίδευτος
-
12 εὐτόρνευτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐτόρνευτος
-
13 ζωμευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωμευτός
-
14 θαλαμευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλαμευτός
-
15 θεμιστευτός
A ordered by law or custom, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεμιστευτός
-
16 θεραπευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπευτός
-
17 θηρευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρευτός
-
18 θυευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυευτός
-
19 κακονύμφευτος
κᾰκονύμφ-ευτος, ον,A gloss on ἀνύμφευτος, Sch.rec.S.Ant. 980.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακονύμφευτος
-
20 κατάρδευτος
κατάρδ-ευτος, =A irriguus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάρδευτος
См. также в других словарях:
ευτός — ή, ό δ. τ. τής αντων. αυτός* … Dictionary of Greek
ραφιδευτός — ή, όν, Α (για ύφασμα) αυτός που έχει διακοσμηθεί με ποικίλματα τα οποία έχουν εκ τών υστέρων προστεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + κατάλ. ευτός τών ρηματ. επιθ. από ρ. σε εύω] … Dictionary of Greek
σπορευτός — ή, όν, Α (για αγρό) κατάλληλος για σπορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ τού σπείρω* + ευτός, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *σπορεύω] … Dictionary of Greek