Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πλῆκ-τρον

См. также в других словарях:

  • θέλκτρον — θέλκτρον, το (Α) [θέλγω] θελκτήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω + κατάλ. τρον, πρβλ. μάκ τρον, πλήκ τρον. (Βλ. και λ. θέλγητρο)] …   Dictionary of Greek

  • λέκτρο — το (Α λέκτρον) νεοελλ. (στρατ. και ναυτ.) δάπεδο πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένα και μετακινούνται τα πυροβόλα στα οχυρώματα ή στους ειδικούς πυργίσκους τών πολεμικών πλοίων αρχ. 1. κλίνη, ανάκλιντρο («κλαῑε δ ἄρ ἐν λέκτροισι καθεζομένη… …   Dictionary of Greek

  • σφάκτρον — τὸ, Α φόρος που πλήρωναν οι θύτες («τὸ σφάκτρον τέλους ὄνομα ἦν ἐπὶ τοῡ καταβαλλομένου ὑπὲρ τῶν θυομένων οὕτως ἐπονομασθέν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. σφάζω + επίθημα τρον (πρβλ. πλῆκ τρον)] …   Dictionary of Greek

  • τάρακτρον — τὸ, Α 1. εργαλείο για ανακάτεμα 2. μτφ. (για πρόσ.) ταραξίας, ταραχοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταράσσω + επίθημα τρον (πρβλ. πλήκ τρον)] …   Dictionary of Greek

  • φίμωτρο — το / φίμωτρον, ΝΜΑ, και φίμετρον Α νεοελλ. πλέγμα με το οποίο περιβάλλεται το ρύγχος τών ζώων για να μην μπορούν να δαγκώνουν ή να τρώνε μσν. αρχ. (γενικά) όργανο με το οποίο φράζεται ή κρατείται κλειστό κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιμῶ + επίθημα τρον… …   Dictionary of Greek

  • μάκτρο — το (Α μάκτρον) κομμάτι υφάσματος με το οποίο σκουπίζει ή σκουπίζεται κάποιος, προσόψιο, πετσέτα νεοελλ. στρατ. ξύλινο κοντάρι με κυλινδρική ψήκτρα στην άκρη του, με την οποία καθαρίζεται και επαλείφεται με λιπαντικό το κοίλο τών σωλήνων τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»