Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥάκη

См. также в других словарях:

  • ρακή — ρακή, η και ρακί, το (λ. τουρκ.), αρωματικό αλκοολούχο ποτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρακή — η, και ρακί, το, Ν άκλ. (τεχνολ. τροφ.) τοπικό οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται στην Μακεδονία, σε διάφορα νησιά και, κυρίως, στην Κρήτη με απόσταξη από πρώτες ύλες, όπως είναι τα στέμφυλα τού σταφυλιού μετά την παραλαβή τού γλεύκους, τα… …   Dictionary of Greek

  • ῥάκη — ῥάκος ragged neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥάκος ragged neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Predictive text — is an input technology most commonly used on mobile phones, and for accessibility. The technology allows words to be entered by a single keypress for each letter, as opposed to the multiple keypress approach used in the older generation of mobile …   Wikipedia

  • Tsikoudia — Rakí Destillerie in Spili, Kreta Tsikoudia (griechisch τσικουδιά), auch bekannt als Rakí (griechisch ρακή/ρακί), ist die kretische Variante des im restlichen Griechenland als Tsipouro bekannten Tresterbrands …   Deutsch Wikipedia

  • MONASTRIA — eadem cum Moniali. Hae, ut et Monachi, etiam pallium habuêre, nec muliebre quidem, sed virile, quod tamen prohibuerat XIII. Canon Gangrensis Synodi, his verbis: Εἴτις γυνὴ δὶ νομιζομένην ἄσκησιν μεταβάλλοιτο ἀμφίεσμα, καὶ ἀντὶ τοῦ ἐιωθότος… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANNI Infantiae Latinis — quae Graeci σπάργανα, δεσμὰ, ράκη, Latini iterum Cunabula et Incunabula dixêre, i. e. fasciolae, quibus infantes involvi soliti. Sicut enim Cunae lectuli erant illi mobiles, in quibus pueri cubabant; ita cunabula vel incunabula vincula dicta sunt …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ράκος — το / ῥάκος, εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α 1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα 2. κομμάτι παλιού υφάσματος νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ρακοπότης — ο, Ν αυτός που πίνει συχνά ρακή ή αυτός που καταλανώνει μεγάλες ποσότητες ρακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρακί / ρακή + πότης (< πίνω), πρβλ. κρασο πότης] …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»