Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μοτόν

См. также в других словарях:

  • μοτόν — μοτός tent masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мот — расточитель , мотать, аю; мот – также в знач. прядь волос , укр. мотати, ся, блр. мотаць, цслав. мотати сѧ agitari , болг. мотая (Младенов 305), сербохорв. мо̀тати, словен. motati, чеш. motati, слвц. mоtаt᾽, польск. motac, в. луж. motac, н. луж.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • μοτός — ο, και μοτόν, το (Α μοτός) είδος γάζας από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται πάνω στις πληγές, αλλ. ξαντό αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.) μότα (κατά τον Ησύχ.) «τὰ πληροῡντα τὴν κοίλην τῶν τραυμάτων ῥάκη» 2. αποχετευτικός σωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»