-
1 άπειρος
ἄπειρος 1without trial: masc /fem nom sgἄπειρος 2boundless: masc /fem nom sgἄ̱πειρος, ἤπειροςterra firma: fem nom sg -
2 ἄπειρος
ἄπειρος 1without trial: masc /fem nom sgἄπειρος 2boundless: masc /fem nom sgἄ̱πειρος, ἤπειροςterra firma: fem nom sg -
3 ἄπειρος
a continent “ αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” i. e. Libya. P. 4.48b world νιν (= Κυράναν) πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν i. e. Libya, with Asia and Europe one third of the world P. 9.8c mainland Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ), βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον ( Ἀπείρῳ i. e. Epirus Σ, fort. recte, λέγεται δὲ ὅτι μετὰ τὰ ἐν Ἰλίῳ ταύτης τῆς Ἠπείρου ἦρξεν ὁ Νεοπτόλεμος) N. 4.51------------------------------------ᾰπειρος, -ον1 inexperienced, ignorantκαὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροισιν, ἐμπείρων δέ τις ταρβεῖ fr. 110. c. gen.,ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70
κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι sc. the gods fr. 143. 2.------------------------------------1 infinite, boundless ἔνθεν τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ (v. l. ἀπείρον) fr. 130. 1. ad Θρ. 7. -
4 ἄπειρος
A without trial or experience of a thing, unused to, unacquainted with,ἄθλων Thgn.1013
;καλῶν Pi.I.8(7).70
;κακότητος Emp.112.3
;τυράννων Hdt.5.92
.ά; τῆς ναυτικῆς Id.8.1
;Περσέων Id.9.58
, cf. 46; πόνων, νόσων, A.Ch. 371, Fr.350.2; ; ;πολέμων Th.1.141
;τοῦ μεγέθους τῆς νήσου Id.6.1
; ;ἀνδρῶν ἀγαθῶν Lys.2.27
; of a woman, ἄ. ἄλλων ἀνδρῶν not having known other men (beside her husband), Hdt.2.111;ἄ. λέχους E.Med. 672
: abs. in same sense, ib. 1091 (lyr.).2 abs., inexperienced, ignorant, Pi.I.8(7).48, etc.;γλυκὺ δ' ἀπείροισι πόλεμος Id.Fr. 110
;δίδασκ' ἄπειρον A.Ch. 118
. Adv.ἀπείρως, ἔχειν τῶν νόμων Hdt.2.45
;πρός τι X.Mem.2.6.29
;περί τινος Isoc.5.19
: [comp] Comp.ἀπειρότερον, παρεσκευασμένοι Th.1.49
;- οτέρως Isoc.12.37
, Arist.Resp. 470b9.------------------------------------A boundless, infinite,σκότος Pi.Fr. 130.8
;τὸν ὑψοῦ τόνδ' ἄ. αἰθέρα E.Fr. 941
; ἤπειρον εἰς ἄ. ib. 998; of number, countless,πλῆθος Hdt.1.204
;ἀριθμὸς ἄ. πλήθει Pl.Prm. 144a
;ἄ. τὸ πλῆθος Id.R. 525a
, al.;εἰς ἄ. τὴν ἀδικίαν αὐξάνειν Id.Lg. 910b
;χρόνος ἄ. OGI383.113
(i B.C.): [comp] Comp.- ότερος Dam.Pr.50
, Phlp.in Mete.17.15; τὸ ἄ. the Infinite, as a first principle, Arist.Ph. 203a3, etc.; esp. in the system of Anaximander, D.L.2.1, etc.; but τὰ ἄπειρα individuals, opp. τὰ εἴδη, Arist.Top. 109b14, cf. Metaph. 999a27, al.; ἄπειρος, opp. πεπερασμένος, Ph. 202b31; εἰς ἄ. ἰέναι, προϊέναι, ἥκειν, etc., APo. 81b33, Ph. 209a25, EN 1113a2, etc.; [γῆ] ἐπ' ἄπειρον ἐρριζωμένη Str.1.1.20
; also, indefinite,ὕλη Stoic.2.86
.2 in Trag., freq.of garments, etc., in which one is entangled past escape, i.e. without outlet,ἀμφίβληστρον A.Ag. 1382
; ;ὕφασμα E.Or.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπειρος
-
5 ἄπειρος
ἄπειρος, dor. = ἤπειρος.
-
6 απειρος
I2(ᾰ) [πεῖρα]1) неопытный, неиспытавший, незнакомый(πόνων Aesch.)
γνώμης οὐκ ἀ. Soph. — весьма опытный, разумный2) несведущий, необразованный, неученый(γραμμάτων Plat.)
II2(ᾰ) [πέρας]1) беспредельный, безграничный, бесконечный(σκότος Pind.; βάθος Arst.; αἰών Arst., Plut.)
2) не имеющий конца или концов(κύκλος Arst.)
3) неисчислимый, бесчисленный, несметный(πλῆθος Her., Plat.; ἀριθμός Plat.; ὄχλος Plut.)
2(ᾰ) [πείρω] не имеющий отверстий (для головы и рук), т.е. отовсюду закрытый, глухой(ἀμφίβληστρον Aesch.; χιτών Soph.; ὕφασμα Eur.)
IV -
7 Απειρος
-
8 άπειρος
η, ο [ος, ον ]1) неопытный, не имеющий опыта;άπειρος από μηχανές — неумелый в обращении с машинами;
άπειρος από κόσμο — не знающий света, общества;
2) бесконечный, необъятный, бескрайний; необозримый;άπειρο βάθος — беспредельная глубина;
3) бесчисленный; неисчислимый;άπειρο πλήθος — бесчисленная толпа;
σού στέλνω άπειρες ευχές — шлю тебе массу, бездну самых лучших пожеланий;
άπειρες φορές... — бесчисленное множество раз...; — тысячу раз... (разг)
-
9 ἄπειρος
1I. ἄπειρος, ον pert. to lack of knowledge or capacity to do someth., unacquainted with, unaccustomed to (‘lacking the ability to make trial [s. πεῖρα] of’; Pind., Hdt., et al.; Epict. 2, 24, 3; OGI 669, 11; pap e.g. PSI 522, 4 [also s. Preis.]; LXX; Philo, Agr. 160 [a beginner is ἄ.], Op. M. 171; Jos., Bell. 6, 291; Iren. 1, 8, 1 [Harv. I 68, 5]), of an immature Christian ἄ. λόγου δικαιοσύνης unacquainted w. the teaching about uprightness Hb 5:13 (the gen. as freq., e.g. PGiss 68, 17 ἄ. τῶν τόπων; Jos., Ant. 7, 336; Ath. 27, 1).—DELG s.v. πεῖρα. M-M. TW.2II. ἄπειρος, ον (cogn. πέρας; cp. ἀπέραντος) boundless (Pind., Hdt.+; OGI 383, 43 and 113 [I B.C.]; magical pap: PWarr 21:31; Herm. Wr. 3, 1; Philo; Jos., Ant. 4, 163; TestJud 13:4; TestLevi 2:8; JosAs 2:7 cod. A [Bat.] ἱματισμός … ἄ.; SibOr 3, 236; Just., Tat.) θάλασσα 1 Cl 20:6.—DELG πεῖραρ. Sv. -
10 ἄπειρος
{прил., 1}неопытный, необразованный, несведующий, не испытавший, незнакомый (Евр. 5:13).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄπειρος
-
11 άπειρος
{прил., 1}неопытный, необразованный, несведующий, не испытавший, незнакомый (Евр. 5:13).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άπειρος
-
12 ἄπειρος
неопытный, необразованный, несведущий, не испытавший, незнакомый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄπειρος
-
13 ἄπειρος
ἄ|πειρος, ον неопытный ἄ|πειρος, ον неограниченный, безграничный (ср. омоним) -
14 άπειρος
[χωρίς τέλος]unendlich -
15 ἄπειρος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄπειρος
-
16 ἄπειρος
2 неопытный -
17 ἄπειρος
-ος,-ον + A 1-0-2-0-1=4 Nm 14,23; Jer 2,6; Zech 11,15; Wis 13,18inexperienced, ignorant Nm 14,23; unskillful Zech 11,15; untried, untrodden Jer 2,6 -
18 άπειρος
[апирос] επ неопытный, беспредельный, бесконечный. -
19 ἄπειρος
-
20 άπειρος
sonsuz, sınırsız, uçsuz bucaksız, hudutsuz
См. также в других словарях:
ἄπειρος — 1 without trial masc/fem nom sg ἄπειρος 2 boundless masc/fem nom sg ἄ̱πειρος , ἤπειρος terra firma fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπειρος — (I) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείρα] 1. αυτός που δεν έχει πείρα σε κάτι, που δεν το γνωρίζει, ο ασυνήθιστος 2. (απολ.) αδαής, αμαθής. (II) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείραρ, πέρας] 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αμέτρητος, απειροπληθής 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
άπειρος — η, ο επίρρ. α 1. πρωτόπειρος, αδαής, αδέξιος: Ήταν γιατρός νέος κι άπειρος. 2. απέραντος, ατέλειωτος, αχανής: Άπειρη είναι η ευγνωμοσύνη μου. 3. αναρίθμητος: Άπειρα πλήθη κόσμου συγκεντρώθηκαν, για να ακούσουν τον ομιλητή. Το ουδ., το άπειρο ως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπειρότερον — ἄπειρος 1 without trial adverbial comp ἄπειρος 1 without trial masc acc comp sg ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc comp sg ἄπειρος 2 boundless adverbial comp ἄπειρος 2 boundless masc acc comp sg ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροτέρων — ἄπειρος 1 without trial fem gen comp pl ἄπειρος 1 without trial masc/neut gen comp pl ἄπειρος 2 boundless fem gen comp pl ἄπειρος 2 boundless masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειρότατα — ἄπειρος 1 without trial adverbial superl ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc superl pl ἄπειρος 2 boundless adverbial superl ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειρότατον — ἄπειρος 1 without trial masc acc superl sg ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc superl sg ἄπειρος 2 boundless masc acc superl sg ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείρω — ἄπειρος 1 without trial masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄπειρος 1 without trial masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἄπειρος 2 boundless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄπειρος 2 boundless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱πείρω , ἀπειρόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείρως — ἄπειρος 1 without trial adverbial ἄπειρος 1 without trial masc/fem acc pl (doric) ἄπειρος 2 boundless adverbial ἄπειρος 2 boundless masc/fem acc pl (doric) ἀ̱πείρως , ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπειρόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπειρον — ἄπειρος 1 without trial masc/fem acc sg ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc sg ἄπειρος 2 boundless masc/fem acc sg ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc sg ἄ̱πειρον , ἤπειρος terra firma fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροτάταις — ἄπειρος 1 without trial fem dat superl pl ἄπειρος 2 boundless fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)