Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

όλις

См. также в других словарях:

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • φαινόλις — και αιολ. τ. φαίνολις, ἡ, Α αυτή που φέρνει φως, φωσφόρος («ἀλλ ὅτε δὴ δεκάτη οἱ ἐπήλυθε φαινόλις ἠώς», Ύμν. Δήμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + επίθημα όλις, θηλ. τού όλης (πρβλ. μαιν όλις)] …   Dictionary of Greek

  • όζολις — Η χώρα των αρχαίων Οζολών Λοκρών, γνωστή και με την ονομασία Δυτική ή Εσπερία Λοκρίς. Οι Οζόλες κατοικούσαν σε περιοχή που αρχίζει από την Κίρρα, επίνειο των Δελφών και φθάνει μέχρι τη Ναύπακτο. Η μεγαλύτερη πόλη τους ήταν η Άμφισσα, ενώ άλλες,… …   Dictionary of Greek

  • Эолида — (Aeolis, Αὶόλίς). Местность в Малой Азии на север от р. Герма, замечательно плодородная. Эолийские греки построили здесь много городов, из которых двенадцать составляли союз, имевший общий праздник Панэолиум. Впоследствии здесь господствовали… …   Энциклопедия мифологии

  • МИЗИЯ —    • Musĭa,          η̉ Μυσία, северо западная провинция Малой Азии, по Страбону, названная так от букового дерева (бук у лидийцев назывался μυσός), большое количество которого находится особенно в местности Олимпа. Границами страны были: на… …   Реальный словарь классических древностей

  • ASINORUM Caro — saltem in fame, pro cibo fuisle legitur, 2. Regum c. 6. v. 25. ubi in Samaria a Syris obsesla, narratur asini caput siclis 80. venisse. Sic Artaxerxes apud Cadusios in summa fame, sola iumenta concidebat, cum nihil aliud suppeteret, ὥςτε ὄνου… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Οζολίς — Η χώρα των αρχαίων Οζολών Λοκρών, γνωστή και με την ονομασία Δυτική ή Εσπερία Λοκρίς. Οι Οζόλες κατοικούσαν σε περιοχή που αρχίζει από την Κίρρα, επίνειο των Δελφών και φθάνει μέχρι τη Ναύπακτο. Η μεγαλύτερη πόλη τους ήταν η Άμφισσα, ενώ άλλες,… …   Dictionary of Greek

  • men-3 —     men 3     English meaning: to think, mind; spiritual activity     Deutsche Übersetzung: “denken, geistig erregt sein”     Note: extended menǝ : mnü and mnē , menēi : menī     Material: O.Ind. mányatē “denkt”, Av. mainyeite ds., ap.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»