Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σύρσις

См. также в других словарях:

  • σύρσις — εως, ἡ, ΜΑ [σύρω] σύρσιμο, έλκυση αρχ. 1. το τράβηγμα τού αρότρου από τα βόδια, η άροση 2. ονομασία τόπου …   Dictionary of Greek

  • σύρσιν — σύρσις drawing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • σύρσεως — σύρσεω̆ς , σύρσις drawing fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»