Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀσυρής

См. также в других словарях:

  • ασυρής — ἀσυρής, ές (Α) ρυπαρός, αισχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ασυρής ανάγεται πιθ. στο ρ. σύρω και παρουσιάζει την ίδια σημασιολογική εξέλιξη όπως τα σύρμα, συρφετός «αυτό που σύρεται, που σαρώνεται, το σκουπίδι». Προήλθε πιθ. από α αθροιστικό… …   Dictionary of Greek

  • ἀσυρής — lewd masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυρῆ — ἀσυρής lewd neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσυρής lewd masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσυρής lewd masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυρές — ἀσυρής lewd masc/fem voc sg ἀσυρής lewd neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυροῦς — ἀσυρής lewd masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυρίων — ἀσυρής lewd masc/fem/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυρῶς — ἀσυρής lewd adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»