Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σύργαστρος

См. также в других словарях:

  • σύργαστρος — trailing the belly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύργαστρος — ὁ, Α 1. αυτός που σέρνεται στη γη με την κοιλιά σαν το φίδι 2. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας και, κυρίως, ο ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ …   Dictionary of Greek

  • συργάστρῳ — σύργαστρος trailing the belly masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρογάστρων — σύργαστρος trailing the belly masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύργαστρον — σύργαστρος trailing the belly masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρόγαστρος — ὁ, Α σύργαστρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού σύργαστρος / συργάστωρ (για ετυμολ. βλ. λ. σύργαστρος)] …   Dictionary of Greek

  • συργάστωρ — ορος, ὁ, Α 1. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας εργάτης, ιδίως ημερομίσθιος 2. ως κύριο όν. Συργάστωρ (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα βαρβαρικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύργαστρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»