-
1 κεραυνος
ὅ громовой удар, гром (преимущ. одновременный со вспышкой молнии), тж. молния(πληγεὴς κεραυνῷ Hom.; καταιβάτης, πυρῶπός, πυρφόρος Aesch.; κ. τοῦ Διός, ἀργής, πτερόεις Arph.)
κεραυνοί Hes., Her., κεραυνοῦ βολαί Aesch., κεραυνῶν πτώματα Plat. или πτώσεις Arph. — удары грома или молнии;κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν Plut. — метать молнии языком -
2 κεραυνός
ο молния с громом;πέφτουν κεραυνοί — сверкают молнии
-
3 κεραυνός
[неравное] ουσ α молния, молния с громом. -
4 Κεραυνός εν αιθρία
• Гром среди ясного небаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κεραυνός εν αιθρία
-
5 αιθαλοεις
-
6 αιθαλωδης
-
7 αιθων
1) пылающий, раскаленный(ἀέλιος, κεραυνός Pind.)
2) багровый(ῥόος καπνοῦ Pind.)
3) сверкающий, блестящий(σίδηρος Hom., Plut.)
4) огненно-рыжий(δέρμα λέοντος Hom.; ἀλώπηξ Pind.)
5) пламенный, пылкий, горячий(ἵππος Hom.; ἀνήρ, λῆμα Aesch.)
6) жгучий, мучительный(λιμός Aesch., Plut.)
-
8 αιχμητης
-
9 αργης
I.(δημός, ἑανός Hom.; κεραυνός Hom., Arph., Arst.; μαλλός Aesch.; Κολωνός Soph.)
II.- οῦ, дор. ἀργᾶς -ᾶ ὅ арг (род змеи, тж. ирон. прозвище Демосфена) Aeschin., Plut.III.ῆσσα, ῆν стяж. к ἀργήεις -
10 αργικεραυνος
-
11 αρχικεραυνος
-
12 βροντησικεραυνος
-
13 δεκαπηχυς
(χάλκεος Ζεύς Her., κολοσσός Polyb., κεραυνός Luc.)
-
14 διατινθαλεος
-
15 διεκθεω
мчаться напролом, прорываться(φεύγοντες καὴ διεκθέοντες Plut.; ἄχρι τῆς γῆς διεκθέων κεραυνός Arst.)
-
16 εγχεικεραυνος
-
17 εκπλησσω
атт. ἐκπλήττω (fut. ἐκπλήξω, aor. ἐξέπληξα; pass. fut. ἐκπλαγήσομαι, aor. 2 ἐξεπλήγην и ἐξεπλάγην, aor. 1 ἐξεπλήχθην, pf. ἐκπέπληγμαι)1) выбиватьὁ κεραυνὸς ἐξέπληξε αὐτὸν τῶν ὑψηγόρων κομπασμάτων Aesch. — удар молнии прекратил его надменную похвальбу
2) отгонять, прогонять, тж. подавлять, заглушать(τὰν θεμερῶπιν αἰδῶ Aesch. - in tmesi; τὸ λυπηρόν Thuc.)
3) сталкивать, сбивать(τινὰ ὁδοῦ Eur.)
4) силой заставлять, принуждать(τινὰ εἰς τέν ὁμολογίαν Polyb.)
5) поражать, приводить в смущение, смятение или в изумление, ошеломлять(τινὰ κάλλει Aeschin.)
ὅ μ΄ ἐκπλέσσει λόγου (v. l. λέγειν) Eur. — мне трудно говорить об этом;преимущ. pass. — поражаться, смущаться:ἐκπεπλῆχθαι ἐπὴ τῷ κάλλει τινός Xen. — быть пораженным чьей-л. красотой;ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος Her. — потрясенный этим несчастьем;ἐκπλαγεὴς τὰ προκείμενα ἀγαθά Her. — изумленный находящимися перед его глазами богатствами;διὰ τὸ τοιοῦτον ἐκπλαγέντες Thuc. — приведенные этим в замешательство;ἐκπεπληγμένος τῷ ἀπροσδοκήτῳ Plut. — опешивший от неожиданности;ἐκπεπληγμένος κέντροις ἔρωτος Eur. — сраженный стрелами любви;ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἐκπληττόμενος Plat. — упивающийся наслаждениями -
18 ενσκηπτω
1) метать, бросать(τὸ βέλος Her.)
2) насылать(νοῦσόν τινι Her.; μανίαν τινί Plut.)
3) падать, обрушиваться(λίθοι ἐς τὸ τέμενος ἐνέσκηψαν Her.; κεραυνὸς ἐνσκήψας εἰς τὸν βωμόν Plut.)
ἐν οἷς ἂν ἐνσκήψῃ ἥ ἶρις Arst. — (место) по которому проходит радуга -
19 ενσκιμπτω
эп. ἐνισκίμπτω (во что-л.)1) упирать2) вонзать(δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Hom.)
3) бросать, низвергать(κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Pind.)
-
20 εντυγχανω
(fut. ἐντεύξομαι, aor. 2 ἐνέτυχον, pf. ἐντετυχηκα; aor. pass. ἐνετύχθην)1) (случайно) встречаться, сталкиваться, наталкиватьсяὅ ἐντυχὼν ὑμῶν Dem. — любой из вас;τοῖς κακοῖς ἐ. Soph. — попадать в беду;οἷς ἂν ἐντύχῃ κεραυνός Xen. — во что молния ни попадет;τινὴ ἐνέτυχον βιβλίῳ Plat. — мне попалась одна книга;λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες Her. — найдя мост разобранным2) встречать, общаться или беседоватьπολλὰ ἐντετύχηκα τῷ ἀνδρί Plat. — мне часто приходилось бывать в его обществе;
3) вступать в связь, иметь сношения(τῇ γυναικί Plut.)
4) обращаться (с просьбой), просить(τινὴ περί τινος Polyb., Plut.; τινὴ ὑπέρ τινος, ποιεῖν τι и ὅπως … Plut.)
ἐντευχθεὴς ὑπέρ τινος Plut. — спрошенный о чем-л.5) читатьἐντυχὼν τέν γνώμην διετέθην … Luc. — прочитав, я пришел к заключению …;
τοῖς Πολέμωνος ἐ. Plut. — читать сочинение Полемона;οἱ ἐντυγχάνοντες Polyb. — читатели
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κεραυνός — thunderbolt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνός — thunderbolt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek
κεραυνός — ο αστροπελέκι: Έπεσε κεραυνός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πτολεμαίος ο Κεραυνός — (320 – 280 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (282 – 280 π.Χ.), πρωτότοκος γιος του Πτολεμαίου A’ του Λάγου και της Ευρυδίκης, κόρης του Αντιπάτρου. Μετά την ανακήρυξη του Π. B’ του Φιλαδέλφου ως διαδόχου του θρόνου, ο Π. ο Κ. κατέφυγε δυσαρεστημένος … Dictionary of Greek
Κεραυνῶν — Κεραυνός thunderbolt fem gen pl Κεραυνός thunderbolt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραυνόν — Κεραυνός thunderbolt masc acc sg Κεραυνός thunderbolt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραυνοῖς — Κεραυνός thunderbolt masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοῖς — κεραυνός thunderbolt masc dat pl κεραυνόω strike with thunderbolts pres opt act 2nd sg κεραυνόω strike with thunderbolts pres subj act 2nd sg κεραυνόω strike with thunderbolts pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραυνοῖσι — Κεραυνός thunderbolt masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοῖσι — κεραυνός thunderbolt masc dat pl (epic ionic aeolic) κεραυνόω strike with thunderbolts pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) κεραυνόω strike with thunderbolts pres subj act 3rd sg (epic) κεραυνόω strike with thunderbolts pres ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)