-
1 Ερινεος
ὅ Эриней1) город в Дориде Her.2) порт в Ахайе Thuc.3) городок в Аттике близ Элевсина Plat.4) речка в Сицилии к югу от Сиракуз Thuc. -
2 ερινεος
-
3 ειρινεος
-
4 ερινος
-
5 ερινους
-
6 ανεμοεις
-
7 ευκεατος
-
8 ηνεμοεις
-
9 θαλλω
1) распускаться, разрастаться, расцветать, цвести, быть в цветуἐρινεὸς φύλλοισι τεθηλώς Hom. — смоковница, одетая густой листвой;
ἡμερὴς τεθήλει σταφυλῇσιν Hom. — виноградная лоза была покрыта гроздьями;θάλλει κατ΄ ἦμαρ ἀεὴ νάρκισσος Soph. — (в Колоне) вечно цветет нарцисс;τεθαλυῖα ἀλῳή Hom. — цветущий сад2) быть изобильным, быть роскошным, пышнымτεθαλυῖα ὀπώρη Hom. — обильная (плодами) осень;
εἰλαπίνη τεθαλυῖα Hom. — роскошное пиршество;τεθαλυῖα ἐέρση Hom. — обильная роса;συὸς ῥάχις τεθαλυῖα ἀλοιφῇ Hom. — заплывший жиром свиной хребет;θ. ἀγαθοῖσι Hes. — изобиловать (всяческими) благами3) процветать, быть в расцвете, наслаждаться счастьем(θ. καὴ εὐδαιμονεῖν Plat.; ζῆν καὴ θ. Eur.)
εἰρήνη τεθαλυῖα Hes. — счастливый мир;θάλλοντές εἰσι Soph. — (сын Тидея и сын Сисифа не только не погибли, но, напротив), благоденствуют;θ. εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ Soph. — иметь прекрасное и многочисленное потомство;ἐλεύθεροι παρρησίᾳ θάλλοντες Eur. — свободные, говорящие со всей прямотой, т.е. которым нечего скрывать4) крепнуть, усиливаться, быть в разгаре(θάλλοντος συμποσίου Pind.)
πήματα θάλλοντα Soph. — возрастающие несчастья;νόσος ἀεὴ τέθηλε Soph. — болезнь все усиливается;ἔρις ἄλλα θάλλει Eur. — разгорается новый раздор5) производить, рождать(δένδρεα Pind.; ἀεὴ θάλλουσα ὀπώρην ἀχράς Anth.)
-
10 τανυφλοιος
2с обтянутой (гладкой) корой, по по друг. - с длинной корой, т.е. высокий(κρανείη Hom.; ἐρινεός Theocr.)
См. также в других словарях:
Ἐρινεός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίνεος — woollen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερινεός — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 … Dictionary of Greek
ερίνεος — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 … Dictionary of Greek
ἐρινεός — ἐρῑνεός , ἐρινεός wild fig tree masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέος Ερινεός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (4 τ. χλμ.). Βρίσκεται πάνω στον εθνικό δρόμο Κορίνθου Πάτρας, ΝΑ από τις Καμάρες και ΒΔ του Αιγίου … Dictionary of Greek
εἰρίνεον — ἐρίνεος woollen masc acc sg (ionic) ἐρίνεος woollen neut nom/voc/acc sg (ionic) εἰρίνεος masc acc sg εἰρίνεος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινέων — ἐρίνεος woollen fem gen pl ἐρίνεος woollen masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίνεον — ἐρίνεος woollen masc acc sg ἐρίνεος woollen neut nom/voc/acc sg ἐρί̱νεον , ῥινάω lead by the nose imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἐρί̱νεον , ῥινάω lead by the nose imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ῥινέω imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρινέοισι — ἐρίνεος woollen masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) εἰρίνεος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρινέους — ἐρίνεος woollen masc acc pl (ionic) εἰρίνεος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)