Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δακρυόεις

См. также в других словарях:

  • δακρυόεις — δακρυόεις, εσσα, εν (Α) 1. (για πρόσ.) γεμάτος δάκρυα, δακρυσμένος 2. (για πράγμ.) όποιος προκαλεί δάκρυα, ο αίτιος δακρύων 3. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «δακρυόεν γελάσασα» αφού χαμογέλασε με δάκρυα στα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + όεις* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • δακρυόεις — tearful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεν — δακρυόεις tearful masc voc sg δακρυόεις tearful neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεντα — δακρυόεις tearful neut nom/voc/acc pl δακρυόεις tearful masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυοέσσης — δακρυόεις tearful fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεντες — δακρυόεις tearful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεντι — δακρυόεις tearful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεντος — δακρυόεις tearful masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεσσα — δακρυόεις tearful fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεσσαι — δακρυόεις tearful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεσσαν — δακρυόεις tearful fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»