-
1 ήτρια
-
2 ἤτρια
-
3 ἤτριον
A warp (the woof being κρόκη), Pl.Phdr. 268a, Theoc.18.33, AP6.288 (Leon., pl.): in pl., a thin, fine cloth, such that one could see between the threads,ἤτρια πέπλων E. Ion 1421
; ἤτρια βύβλων leaves made of strips of papyrus, prob. cj. in AP 9.350 (Leon. Alex.);τὸ διὰ ἠτρίου ἠθημένον Gal.19.98
. -
4 αὐλήτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλήτρια
-
5 βομβητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βομβητής
-
6 γεννήτρια
γενν-ήτρια, ἡ,A = γεννήτειρα, δικῶν Phryn.PSp.62 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννήτρια
-
7 διοικήτρια
διοικ-ήτρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοικήτρια
-
8 εἰσηγήτρια
εἰσηγ-ήτρια, ἡ, fem. of foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσηγήτρια
-
9 εὐνήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνήτης
-
10 θρηνήτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρηνήτρια
-
11 κοσμήτρια
κοσμ-ήτρια, ἡ,A = κοσμήτειρα, Hsch.s.v. Σαραχηρώ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσμήτρια
-
12 λαχανόπωλις
A = -ήτρια, Ar.V. 497, Alexand.Com.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανόπωλις
-
13 νεμήτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεμήτρια
-
14 νικήτρια
A conqueress, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νικήτρια
-
15 πενθητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθητήρ
-
16 ποιήτρια
A poetess,ἐπέων π. Supp.Epigr.2.263
(Delph., iii B.C.), cf. SIG532.4(Lamia, iii B.C.), Str.17.1.33, Plu.2.300f, Luc.Musc.Enc.11, Ath.13.600f, etc.; par excellence, of Sappho, Gal.4.771.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιήτρια
-
17 προξενήτρια
προξεν-ήτρια, fem. of προξενητής,A = προμνήστρια, Sch.Ar.Nu.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προξενήτρια
-
18 προπωλήτρια
προπωλ-ήτρια, ἡ, fem. of προπωλητής, PGrenf.2.23(a) ii 11 (ii B.C.), PLips.2.9 (i B.C.), BGU 994 iii 6(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπωλήτρια
-
19 πωλήτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωλήτρια
-
20 σκυλήτρια
σκῡλ-ήτρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυλήτρια
См. также в других словарях:
ἤτρια — ἤτριον warp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήτριον — ἤτριον και δωρ. τ. ἄτριον, τό (Α) 1. (για την υφαντική) το στημόνι 2. συνεκδ. ύφασμα 3. φρ. «ἤτρια βύβλων» λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρ ιον (πρβλ. ηρ ίον, κηρ ίον). Η λ. απαντά ως β συνθετικό στο συνθ.… … Dictionary of Greek
αθλητής — ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. ήτρια) αυτός που αγωνίζεται για το βραβείο, αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα (αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε κάτι, έμπειρος μσν. νεοελλ. αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ιδέας (λέγεται συνήθως για… … Dictionary of Greek
αναγεννητής — Συσκευή με την οποία προθερμαίνεται ο αέρας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σε μεταλλουργικές μονάδες. Είναι ένας θάλαμος θερμικά μονωμένος και γεμάτος πυρίμαχους πλίνθους, τοποθετημένους έτσι ώστε να μπορούν να κυκλοφορούν τα αέρια. Κατά την… … Dictionary of Greek
ανακινητής — ο (θηλ. ήτρια) αυτός που επαναφέρει παλαιά υπόθεση ή ζήτημα στην επιφάνεια και προκαλεί το ενδιαφέρον γι αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγια λ. < ανακινώ] … Dictionary of Greek
αναμασητής — ο (θηλ. ήτρια) 1. αυτός που αναμασά, που επαναλαμβάνει τα λόγια κάποιου άλλου 2. αυτός που επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια … Dictionary of Greek
κολυμβητής — ο θηλ. ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ] αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
προπωλητής — ο, θηλ. ήτρια, ΝΑ [προλωλῶ] νεοελλ. άτομο που προπωλεί προϊόντα από πριν, δηλαδή προτού είναι έτοιμα για παράδοση αρχ. μεσίτης, προπώλης* … Dictionary of Greek
αναγεννητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που αναγεννά, αναζωογονεί: Ο Μ. Πέτρος υπήρξε ο αναγεννητής της Ρωσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απολογητής — ο θηλ. ήτρια,1. συνήγορος: Έχει γίνει παντού ο απολογητής του φίλου του. 2. χριστιανοί συγγραφείς του 2ου κυρίως αιώνα που υπερασπίσανε το χριστιανισμό από τις κατηγορίες Εβραίων και ειδωλολατρών: Μερικοί από τους απολογητές είναι αξιόλογοι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρνητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που απαρνιέται κάτι: Δεν περίμενα πως θα γινόταν αρνητής της φιλίας μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)