Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ήτρια

См. также в других словарях:

  • ἤτρια — ἤτριον warp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήτριον — ἤτριον και δωρ. τ. ἄτριον, τό (Α) 1. (για την υφαντική) το στημόνι 2. συνεκδ. ύφασμα 3. φρ. «ἤτρια βύβλων» λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρ ιον (πρβλ. ηρ ίον, κηρ ίον). Η λ. απαντά ως β συνθετικό στο συνθ.… …   Dictionary of Greek

  • αθλητής — ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. ήτρια) αυτός που αγωνίζεται για το βραβείο, αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα (αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε κάτι, έμπειρος μσν. νεοελλ. αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ιδέας (λέγεται συνήθως για… …   Dictionary of Greek

  • αναγεννητής — Συσκευή με την οποία προθερμαίνεται ο αέρας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σε μεταλλουργικές μονάδες. Είναι ένας θάλαμος θερμικά μονωμένος και γεμάτος πυρίμαχους πλίνθους, τοποθετημένους έτσι ώστε να μπορούν να κυκλοφορούν τα αέρια. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ανακινητής — ο (θηλ. ήτρια) αυτός που επαναφέρει παλαιά υπόθεση ή ζήτημα στην επιφάνεια και προκαλεί το ενδιαφέρον γι αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγια λ. < ανακινώ] …   Dictionary of Greek

  • αναμασητής — ο (θηλ. ήτρια) 1. αυτός που αναμασά, που επαναλαμβάνει τα λόγια κάποιου άλλου 2. αυτός που επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια …   Dictionary of Greek

  • κολυμβητής — ο θηλ. ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ] αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • προπωλητής — ο, θηλ. ήτρια, ΝΑ [προλωλῶ] νεοελλ. άτομο που προπωλεί προϊόντα από πριν, δηλαδή προτού είναι έτοιμα για παράδοση αρχ. μεσίτης, προπώλης* …   Dictionary of Greek

  • αναγεννητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που αναγεννά, αναζωογονεί: Ο Μ. Πέτρος υπήρξε ο αναγεννητής της Ρωσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απολογητής — ο θηλ. ήτρια,1. συνήγορος: Έχει γίνει παντού ο απολογητής του φίλου του. 2. χριστιανοί συγγραφείς του 2ου κυρίως αιώνα που υπερασπίσανε το χριστιανισμό από τις κατηγορίες Εβραίων και ειδωλολατρών: Μερικοί από τους απολογητές είναι αξιόλογοι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρνητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που απαρνιέται κάτι: Δεν περίμενα πως θα γινόταν αρνητής της φιλίας μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»