-
1 ήτριον
-
2 ἤτριον
-
3 ἤτριον
A warp (the woof being κρόκη), Pl.Phdr. 268a, Theoc.18.33, AP6.288 (Leon., pl.): in pl., a thin, fine cloth, such that one could see between the threads,ἤτρια πέπλων E. Ion 1421
; ἤτρια βύβλων leaves made of strips of papyrus, prob. cj. in AP 9.350 (Leon. Alex.);τὸ διὰ ἠτρίου ἠθημένον Gal.19.98
. -
4 ἤτριον
Grammatical information: n.Meaning: `warp' (Pl., E., Theoc.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: For the formation cf. ἠρίον. Semantically connection with ἄττομαι `set the warp in the loom' (s. v.) is probable; cf. with related meaning the derived ἄσμα, δίασμα. Here perhaps also ἐπήτριμοι `close(ly woven), thronged' (s. v.). - Older suggestions rightly rejected by Bq.Page in Frisk: 1,645-646Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἤτριον
-
5 άτρι'
-
6 ἄτρι'
-
7 άτρια
-
8 ἄτρια
-
9 άτριον
-
10 ἄτριον
-
11 ήτρια
-
12 ἤτρια
-
13 ατρίω
-
14 ἀτρίῳ
-
15 ητρίοις
-
16 ἠτρίοις
-
17 ητρίου
-
18 ἠτρίου
-
19 ητρίω
-
20 ἠτρίῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ήτριον — ἤτριον και δωρ. τ. ἄτριον, τό (Α) 1. (για την υφαντική) το στημόνι 2. συνεκδ. ύφασμα 3. φρ. «ἤτρια βύβλων» λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρ ιον (πρβλ. ηρ ίον, κηρ ίον). Η λ. απαντά ως β συνθετικό στο συνθ.… … Dictionary of Greek
ἤτριον — warp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠτρίοις — ἤτριον warp neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠτρίου — ἤτριον warp neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠτρίων — ἤτριον warp neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠτρίῳ — ἤτριον warp neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤτρια — ἤτριον warp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ветрило — парус , церк., поэт. укр. вiтрило. От ветер. Едва ли прав Лиден (Stud. 24), отделяя эти слова друг от друга и сравнивая вѣтрило с греч. ἤτριον основа нити, ткань , др. инд. vā ткать … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
утрин — полотняный , только русск. цслав. утрьнъ, утринъ βύσσινος (Срезн. III, 1314). Возм., родственно словам, приводимым на усло: лит. audžiu, austi ткать . Ср. особенно др. инд. ōtum, vātavē ткать , греч. ἤτριον, ἄτριον ткань ; см. о близких формах… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
εξητριάζω — ἐξητριάζω (Α) στραγγίζω με λεπτό πανί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ητριάζω (< ήτριον «στημόνι, λεπτό ύφασμα»)] … Dictionary of Greek
επήτριμος — ἐπήτριμος, ον (Α) 1. ο πυκνοϋφασμένος 2. γεν. πυκνός, ο ένας κοντά στον άλλο, αλλεπάλληλος («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήτριον «στημόνι» + επίθημα ιμος] … Dictionary of Greek