-
1 ὦρος
-
2 ὦρος
-
3 ὦρος [2]
-
4 ὧρος
ὧρος, ὁ, 1) die Zeit, Jahreszeit, bes. das Jahr, Hippocr. u. Sp.; τοὺς ἐνιαυτοὺς ἀρχαϊκῶς ὥρους λέγεσϑαι Plut. Symp. 5, 4,1. – 2) im plur. die Jahrbücher, Annalen, Luc. macrob. 14 u. a. Sp.; vgl. Coray Heliod. p. 314.
-
5 ὧρος
-
6 εὐθύ-ωρος
εὐθύ-ωρος ( ὥρα, od. ist ωρος ein bloßes Suffixum?), wohl nur im neutr. εὐϑύωρον, das, adverbial gebraucht, von den VLL, κατ' εὐϑεῖαν erkl., auch εὐϑυωρόν accentuirt wird, geradeaus, geradezu, οὐδ' ἀπέκλινε – ἀλλ' εὐϑύωρον ἄγων Xen. An. 2, 2, 16, wie Ael. H. A. 11, 16 u. Sp., die es auch von der Zeit = "auf der Stelle" brauchen.
-
7 ἄ-ωρος [2]
-
8 πρό-ωρος
-
9 πυρσ-ωρός
-
10 πυλ-ωρός
πυλ-ωρός, ὁ, Thorhüter, Aesch. Spt. 603; übh. Wächter, Beschirmer, τοῖον πυλωρὸν φύλακα Τεῠκρον ἀμφί σοι λείψω, Soph. Ai. 562; ναῶν, Eur. I. T. 1227; Ἅιδου πυλωρὸν κύνα, Herc. Fur. 1277; auch fem., I. T. 1153; u. in sp. Prosa, wie Luc. V. H. 2, 31; vgl. Poll. 10, 28. – Auch der untere Magenmund, durch welchen die Speisen in die Därme übergehen, Poll. 2, 208, Galen.
-
11 πυλα-ωρός
πυλα-ωρός, ὁ, ep. = πυλωρός (ὤρα), Thür- od. Thorwächter, Thorhüter; Il. 21, 530. 24, 681; von Hunden, 22, 69.
-
12 παν-ά-ωρος
παν-ά-ωρος, f. L. für παρήορος bei Aesch. Prom. 363.
-
13 παλίν-ωρος
παλίν-ωρος, mit den Jahreszeiten wiederkehrend, Arat. 452; = παλίνορσος, Ar. Ach. 1142, mit der v. l. παλίνοῤῥος.
-
14 πολύ-ωρος
-
15 πάρ-ωρος
πάρ-ωρος, außer der rechten, günstigen Jahreszeit, unzeitig, Theophr. u. A.; über die rechte Zeit hinaus, zu spät, Epicur. bei Diog. L. 10, 122; – πάρωρα βλέπω, Strat. 41 (XII, 1991, adverbial, wie πάρωρα πλευστέον, Cic. Att. 10, 12.
-
16 πάν-ωρος
-
17 στασι-ωρός
στασι-ωρός, ὁ, der Wächter des Standortes, des Gehöftes, wie ϑυρωρός, πυλωρός gebildet; wahrscheinlich für das Vorige bei Eur. Cycl. 53 zu lesen.
-
18 σκευ-ωρός
-
19 σκοπι-ωρός
σκοπι-ωρός, der Späher auf der Warte, Kundschafter, Wächter, Philostr. imagg. 1, 13 Alciphr. 1, 17.
-
20 σῡκ-ωρός
См. также в других словарях:
Ὦρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦρος — sleep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὧρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧρος — a year masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία … Dictionary of Greek
Ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία … Dictionary of Greek
ὤρος — ἄρος , ἄρος use neut nom/voc/acc sg ἄρος , ἀρόω plough pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὤρος ὄρει οὐ μίγνυται, ἄνθρωπος δ’ἀνθρώπῳ. — См. Гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δόκτωρ — ( ωρος και ορος) και δόκτορας και δόχτορας, ο (θηλ. δόκτωρ και δοκτορέσσα, η) 1. διδάκτορας 2. γιατρός, ντοτόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. docteur, αγγλ. doctor < λατ. doctor < docēre «διδάσκω»)] … Dictionary of Greek
πέλωρ — ωρος, τὸ, Α (με κακή σημ.) (κυρίως για τους Κύκλωπες, τη Σκύλλα, τον Πύθωνα, τον Ήφαιστο, καθώς και για δελφίνι) κάθε έμψυχο ή άψυχο που έχει υπερφυσικό μέγεθος και γενικά όχι καλή σωματική διάπλαση, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλωρ ανάγεται σε αρχαίο… … Dictionary of Greek
πνευματοκλήτωρ — ωρος, ὁ, ἡ, ΝΜΑ αυτός που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για να τόν επιφοιτήσει, να τού προσφέρει τη χάρη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + κλήτωρ (< καλῶ)] … Dictionary of Greek