-
81 νεωρός
νε-ωρός, ὁ, Aufseher der Schiffe, Schiffswerfte -
82 ὀλίγωρος
ὀλίγ-ωρος, nachlässig, wenig Sorgfalt auf etwas verwendend, geringschätzend; ὀλίγωρον πεποίηκάς τι, du hast etwas vernachlässigt -
83 οὐδενόςωρος
οὐδενός-ωρος, keiner Achtung wert, nichtswürdig, verächtlich -
84 παλίνωρος
-
85 πάνωρος
-
86 πάρωρος
πάρ-ωρος, außer der rechten, günstigen Jahreszeit, unzeitig; über die rechte Zeit hinaus, zu spät -
87 πολύωρος
πολύ-ωρος, vieljährig, alt -
88 πρόωρος
-
89 πυλαωρός
πυλα-ωρός, ὁ, Tür- od. Torwächter, Torhüter; von Hunden -
90 πυλωρός
πυλ-ωρός, ὁ, Torhüter; übh. Wächter, Beschirmer; der untere Magenmund, durch welchen die Speisen in die Därme übergehen -
91 πυρσωρός
πυρσ-ωρός, ὁ, ein Wächter, der bei Nacht Feuerzeichen oder Signale durch Feuer gibt -
92 σκευωρός
σκευ-ωρός, Gerätschaft, Gepäck bewachend -
93 σκοπιωρός
σκοπι-ωρός, der Späher auf der Warte, Kundschafter, Wächter -
94 στασιωρός
στασι-ωρός, ὁ, der Wächter des Standortes, des Gehöftes -
95 σῡκωρός
-
96 τεμενωρός
τεμεν-ωρός, ὁ, der Hüter eines heiligen Raumes, Tempels od. Hains -
97 τῑμωρός
τῑμ-ωρός, eigtl. die Ehre wahrend, und daher die verletzte Ehre jemandes schützend; helfend, beschirmend, beistehend; rächend; τιμωρός τινος, jemandes Rächer; λόγος τιμωρός, zur Rache auffordernde Rede; der Peiniger, Scharfrichter -
98 τριςάωρος
τρις-ά-ωρος, sehr unzeitig, sehr unreif -
99 ὑληωρός,
ὑλη-ωρός, u. ὑλη-ώρης, ὁ, den Wald beaufsichtigend, Waldaufseher; Nymphen -
100 ὑληώρης
ὑλη-ωρός, u. ὑλη-ώρης, ὁ, den Wald beaufsichtigend, Waldaufseher; Nymphen
См. также в других словарях:
Ὦρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦρος — sleep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὧρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧρος — a year masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία … Dictionary of Greek
Ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία … Dictionary of Greek
ὤρος — ἄρος , ἄρος use neut nom/voc/acc sg ἄρος , ἀρόω plough pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὤρος ὄρει οὐ μίγνυται, ἄνθρωπος δ’ἀνθρώπῳ. — См. Гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δόκτωρ — ( ωρος και ορος) και δόκτορας και δόχτορας, ο (θηλ. δόκτωρ και δοκτορέσσα, η) 1. διδάκτορας 2. γιατρός, ντοτόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. docteur, αγγλ. doctor < λατ. doctor < docēre «διδάσκω»)] … Dictionary of Greek
πέλωρ — ωρος, τὸ, Α (με κακή σημ.) (κυρίως για τους Κύκλωπες, τη Σκύλλα, τον Πύθωνα, τον Ήφαιστο, καθώς και για δελφίνι) κάθε έμψυχο ή άψυχο που έχει υπερφυσικό μέγεθος και γενικά όχι καλή σωματική διάπλαση, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλωρ ανάγεται σε αρχαίο… … Dictionary of Greek
πνευματοκλήτωρ — ωρος, ὁ, ἡ, ΝΜΑ αυτός που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για να τόν επιφοιτήσει, να τού προσφέρει τη χάρη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + κλήτωρ (< καλῶ)] … Dictionary of Greek