-
61 ἀρκυωρός
ἀρκυ-ωρός, Netzwächter, beim Netz auf den Fang lauernd -
62 δύςωρος
-
63 δωδεκάωρος
δω-δεκά-ωρος, zwölfstündig; τό, eine Zeit von zwölf Stunden -
64 ἕλωρ
ἕλωρ, ωρος, τό, u. ἑλώριον, τό, Raub, Beute, Fang; bes. von den Leichnamen, die unbestattet als Fraß für Tiere liegen bleiben; von Sachen; Πατρόκλοιο ἕλωρα ἀποτίνειν, Hektor soll Buße dafür zahlen, daß Patroklos ihm zum Raube geworden ist -
65 ἐννέωρος
-
66 ἔνωρος
ἔν-ωρος, zur rechten Zeit, in der Blütezeit -
67 ἔξωρος
-
68 ἑπτάωρος
-
69 εὐθύωρος
εὐθύ-ωρος, geradeaus, geradezu; auch von der Zeit: auf der Stelle -
70 εὔωρος
-
71 θυρωρός
θυρ-ωρός, ὁ, Türhüter -
72 θυωρός
-
73 ἰχώρ
-
74 κέλωρ
κέλωρ, ωρος, ὁ, der Sohn -
75 μέσωρος
μέσ-ωρος, im mittleren Alter, zwischen Jüngling u. Mann -
76 μήστωρ
μήστωρ, ὁ, ωρος, der Rater, Ratgeber, bes. der klugen Rat gibt, ersinnt; oft von klugen Menschen, Πρίαμος u. anderen Heroen; ϑεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος, den Göttern gleichwiegender, gleicher Ratgeber; μήστωρ μάχης, der Berater, Lenker der Schlacht, wie die Athener heißen μήστωρες ἀϋτῆς, die Schlachtenkundigen; von Patroklus u. Hektor; Peirithous. Auch Pferde heißen μήστωρε φόβοιο, Ersinner, Bewerkstelliger der Flucht; Diomedes μήστωρ φόβοιο, Hektor u. Patroklos, der Flucht zu erregen weiß -
77 μινυώριος,
μινυ-ώριος, u. μινύ-ωρος, kurze Zeit lebend, kurz dauernd -
78 μινύωρος
μινυ-ώριος, u. μινύ-ωρος, kurze Zeit lebend, kurz dauernd -
79 μονόωρος
μονό-ωρος, nur eine Zeit, eine Stunde dauernd -
80 μυλωρός
μυλ-ωρός, Mühlenhüter, -wächter
См. также в других словарях:
Ὦρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦρος — sleep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὧρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧρος — a year masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία … Dictionary of Greek
Ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία … Dictionary of Greek
ὤρος — ἄρος , ἄρος use neut nom/voc/acc sg ἄρος , ἀρόω plough pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὤρος ὄρει οὐ μίγνυται, ἄνθρωπος δ’ἀνθρώπῳ. — См. Гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δόκτωρ — ( ωρος και ορος) και δόκτορας και δόχτορας, ο (θηλ. δόκτωρ και δοκτορέσσα, η) 1. διδάκτορας 2. γιατρός, ντοτόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. docteur, αγγλ. doctor < λατ. doctor < docēre «διδάσκω»)] … Dictionary of Greek
πέλωρ — ωρος, τὸ, Α (με κακή σημ.) (κυρίως για τους Κύκλωπες, τη Σκύλλα, τον Πύθωνα, τον Ήφαιστο, καθώς και για δελφίνι) κάθε έμψυχο ή άψυχο που έχει υπερφυσικό μέγεθος και γενικά όχι καλή σωματική διάπλαση, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλωρ ανάγεται σε αρχαίο… … Dictionary of Greek
πνευματοκλήτωρ — ωρος, ὁ, ἡ, ΝΜΑ αυτός που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για να τόν επιφοιτήσει, να τού προσφέρει τη χάρη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + κλήτωρ (< καλῶ)] … Dictionary of Greek