-
1 στασι-ωρός
στασι-ωρός, ὁ, der Wächter des Standortes, des Gehöftes, wie ϑυρωρός, πυλωρός gebildet; wahrscheinlich für das Vorige bei Eur. Cycl. 53 zu lesen.
-
2 στασιωρός
στασι-ωρός, ὁ, der Wächter des Standortes, des Gehöftes
См. также в других словарях:
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek