Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πυλ-ωρός

См. также в других словарях:

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • θυρωρός — ο (ΑΜ θυραωρός και θυρουρός) ο φύλακας τής θύρας, τής εισόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρ(α) ωρός < θύρα + ωρος, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ορώ ως β συνθετικό (< * Fορός, με σίγηση τού F και με ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θε ωρός, πυλ… …   Dictionary of Greek

  • νεωρός — νεωρός, ὁ (Α) επιστάτης, φύλακας τού νεωρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νη(F)ωρος (< *νᾱFωρος) < ναῦς, νᾶός / νηός «πλοίο» + (F)ωρός (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ* ως β συνθετικό), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] …   Dictionary of Greek

  • κυτωρός — ο ναύτης πολεμικού πλοίου που έχει τη φροντίδα τού κύτους, τού αμπαριού, κυ. αμπαρτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύτος + ωρός (< ὁρῶ), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] …   Dictionary of Greek

  • οινωροί — οἰνωροί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἱεραγωγοὶ Διονύσου». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ωρός, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ* ως β συνθετικό (< * Fορός, με σίγηση τού F και με ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] …   Dictionary of Greek

  • μυλωρός — μυλωρός, ὁ (ΑΜ) ο επιμελητής, ο προϊστάμενος τής εργασίας τού μύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + ωρός, πιθ. κατά το πυλ ωρός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»