Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὤδῑνα

См. также в других словарях:

  • ὠδῖνα — ὠδίς pangs fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠδῖν' — ὠδῖνα , ὠδίς pangs fem acc sg ὠδῖνι , ὠδίς pangs fem dat sg ὠδῖνε , ὠδίς pangs fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωδίς — η / ὠδίς, ῑνος, ΝΜΑ, και ὠδίν, ῑνος, Α (συν στον πληθ.) οι ωδίνες και αἱ ὠδῑνες οι πόνοι τού τοκετού μσν. επινόηση, εφεύρεση αρχ. 1. τέκνο που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», Αισχύλ.) 2. σφοδρός πόνος, οδύνη 3. επίπονο έργο τού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»