-
101 πολυ-στομέω
πολυ-στομέω, viel reden, Aesch. Suppl. 497.
-
102 πολυ-στάφυλος
πολυ-στάφυλος, vieltraubig; Beiname einer Stadt, Il. 2, 507; Dionysos, H. H. 25, 7; ἀκτά, Soph. Ant. 1120; sp. D., wie in der Anth.
-
103 πολυ-στέφανος
πολυ-στέφανος, = vielfach od. sehr bekränzt; so heißt Bacchus im Hymn. (IX, 524, 17); a. sp. D.
-
104 πολυ-στένακτος
πολυ-στένακτος, seufzerreich; βίος, Ep. ad. 531 (VII, 155); Luc. Trag. 2.
-
105 πολυ-στέλεχος
πολυ-στέλεχος, von od. mit vielen Stämmen, παλίουρος, Zonas 5 (IX, 312).
-
106 πολυ-σφράγιστος
πολυ-σφράγιστος, viel od. wohl versiegelt, Sp.; in poet. ion. Form πολυσφρήγιστος, Nonn. D. 4, 14.
-
107 πολυ-σφόνδυλος
πολυ-σφόνδυλος, mit vielen Gelenken, Luc. de dips. 3.
-
108 πολυ-σφάραγος
πολυ-σφάραγος, = πολυσμάραγος, λαιμοί, Opp. Cyn. 4, 445.
-
109 πολυ-σχιδία
πολυ-σχιδία, ἡ, vielfache Spaltung od. Theilung, Mannichfaltigkeit, Hippocr.
-
110 πολυ-σχεδής
πολυ-σχεδής, ές, u. πολυσχεδία, ἡ, f. L. statt πολυσχιδής, bei Hippocr.
-
111 πολυ-σχιδής
-
112 πολυ-σχημάτιστος
πολυ-σχημάτιστος, in vielerlei Gestalten od. Formen, D. Hal. vett. scriptt. cens. 3.
-
113 πολυ-σχήμων
πολυ-σχήμων, ονος, vielgestaltig, Sp.; auch adv. πολυσχημόνως, Poll. 4, 98.
-
114 πολυ-σύγ-κριτος
πολυ-σύγ-κριτος, vielfach zusammengesetzt, Gramm.
-
115 πολυ-σύγ-κρᾱτος
πολυ-σύγ-κρᾱτος, vielfach zusammengemischt, Gramm.
-
116 πολυ-σύν-δεσμος
πολυ-σύν-δεσμος, viele Verbindungen od. Verbindungswörter brauchend, Scholl.
-
117 πολυ-σύν-δετος
πολυ-σύν-δετος, vielfach od. fest verbunden; τὸ πολυσύνδετον, die Vielheit der Verbindungswörter in der Rede, Rhett.
-
118 πολυ-σύν-θετος
πολυ-σύν-θετος, vielfach zusammengesetzt, Eust.
-
119 πολυ-σύλ-λαβος
πολυ-σύλ-λαβος, vielsylbig; Luc. Necyom. 9; Gramm.
-
120 πολυ-σαρκέω
πολυ-σαρκέω, sehr fleischig oder wohlbeleibt sein, Sp.
См. также в других словарях:
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
πολύ — Ν επίρρ. βλ. πολύς … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς many neut nom/voc/acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
Полифагия — (πολύ много и φαγιειν есть) болезненно усиленный позыв на пищу, наблюдается при некоторых нервных расстройствах, душевных болезнях и при мочеизнурении сахарном и несахарном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Полихолия — (πολυ много и χολη желчь) усиленная выработка желчи, зависит исключительно от усиленной деятельности печени (Minkowski и Nadnyn, Fleischl). При этом не все составные части желчи вырабатываются одинаково обильно: иногда наблюдается преимущественно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… … Dictionary of Greek