Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολυσχημόνως

См. также в других словарях:

  • πολυσχημόνως — πολυσχήμων onos adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχήμων — ον, Α αυτός που παρουσιάζει ποικιλία ως προς το σχήμα ή ως προς τη μορφή, ο πολύμορφος. επίρρ... πολυσχημόνως Α με πολυσχήμονα τρόπο, με πολυμορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»