-
1 πολυσχημόνως
πολυσχήμωνonos: adverbial -
2 πολυ-σχήμων
πολυ-σχήμων, ονος, vielgestaltig, Sp.; auch adv. πολυσχημόνως, Poll. 4, 98.
См. также в других словарях:
πολυσχημόνως — πολυσχήμων onos adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσχήμων — ον, Α αυτός που παρουσιάζει ποικιλία ως προς το σχήμα ή ως προς τη μορφή, ο πολύμορφος. επίρρ... πολυσχημόνως Α με πολυσχήμονα τρόπο, με πολυμορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek