-
1 πολυ-σφόνδυλος
πολυ-σφόνδυλος, mit vielen Gelenken, Luc. de dips. 3.
-
2 πολυσφόνδυλος
πολυ-σφόνδῠλος, ον,A many-jointed, Luc. Dips.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυσφόνδυλος
-
3 πολυσφόνδυλος
-
4 πολυσφονδυλος
-
5 σφόνδῠλος
σφόνδῠλοςGrammatical information: m.Meaning: `(cervical) vertebra', metaph. `column-drum, spindle's whorl etc.' (Ar., Pl., Arist., inscr. etc.).Other forms: also (non-Att.) σπόνδυλος, often as v. l. beside σφ- (Pherecr., Hp., Arist. a.o.; details in Hiersche Ten. asp. 204).Compounds: Compp. σφονδυλο-δίνητος `spun with the spindle's whorl' (AP), πολυ-σφόνδυλος `with many whorls' (Luc.).Derivatives: 1. σφονδύλ-ιον n. `cervical vertebra' (Υ 483 [cf. Bechtel Lex. s. v., Antim.), plantname `common medicinal herb, Heracleum sphondylium' (Dsc. a.o.). 2. - ίς f. `id.' (Ps.-Dsc.). 3. - όεις `consisting of whorls' (Man.), - ώδης `whorl-like' (sch.). 4. ἐκ-σφονδυλίζω `to break a vertebra' (LXX, EM).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V, S)Etymology: Formation as κόνδυλος, δάκτυλος, prob. first from a noun *σφόνδος, already by Pott connected with the also in σφενδόνη (s. d.), σφεδανός, σφοδρός, σφαδάζω supposed verb for `have condulsions'. -- Prob. a Pre-Greek word. It may have had *σφανδ- with α \> ο before υ.Page in Frisk: 2,832-833Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφόνδῠλος
См. также в других словарях:
σφόνδυλος — Όργανο περιστρεφόμενο, που διαθέτει μεγάλη ροπή αδρανείας ως προς τον άξονα περιστροφής. Για να επιτευχθεί η μέγιστη τιμή της ροπής αδρανείας με ίση μάζα, ο σ. κατασκευάζεται γενικά σε σχήμα τροχού με πολύ βαριά την εξωτερική στεφάνη. Η ειδική… … Dictionary of Greek
πολυσφόνδυλος — ον, Α (για το σώμα) αυτός που έχει πολλές κλειδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφόνδυλος «κλείδωση, συνάρθρωση οστών»] … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
σφονδύλη — και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α 1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή 2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ Ἀττικοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία… … Dictionary of Greek