-
61 πολυ-πλάνητος
πολυ-πλάνητος, = πολυπλανής, Her. 1, 56; übtr., χερὸς ὀρέγματα, Aesch. Ch. 419; αἰών, Eur. Hipp. 1110; πόνοι, Hec. 1319.
-
62 πολυ-ποίκιλος
πολυ-ποίκιλος, sehr bunt, sehr mannichfaltig, ἀνϑέων στέφανος, Eubul. b. Ath. XV, 679 d.
-
63 πολυ-πλήθεια
πολυ-πλήθεια, ἡ, große Menge; Hippocr.; Arist. H. A. 6, 4 u. Sp.
-
64 πολυ-πάρθενος
πολυ-πάρθενος, viele Jungfrauen habend, Orph. H. 51, 12.
-
65 πολυ-πάταγος
πολυ-πάταγος, viel Lärm erregend, E. M. p. 280, 1.
-
66 πολυ-πάτητος
πολυ-πάτητος, viel od. oft betreten, Schol. Callim. Iov. 26; übertr., abgenutzt, abgedroschen, gemein, ῥαψῳδία, Plut. garrul. 22.
-
67 πολυ-πάν-σοφος
πολυ-πάν-σοφος, sehr weise, Orac. Sib.
-
68 πολυ-πάμ-φαος
πολυ-πάμ-φαος, sehr hell leuchtend, Phaethon, Ep. ad. 244 (IX, 591).
-
69 πολυ-πάμων
πολυ-πάμων, ον, viel besitzend, sehr begütert; ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρός, Il. 4, 433; λαός, Orph. Arg. 1061.
-
70 πολυ-πάθεια
πολυ-πάθεια, ἡ, vieles od. vielfaches Leiden, vielfach verschiedene Art, wie Einer durch äußere Eindrücke berührt, bewegt wird, Plut. de superst. 6 u. a. Sp., im Ggstz von ἀπάϑεια.
-
71 πολυ-πένθιμος
πολυ-πένθιμος, = πολυπενϑής, sehr betrauert, Diotim. 7 (VII, 475).
-
72 πολυ-πέλαστος
πολυ-πέλαστος, dem man sich sehr nähert, Schol. Theocr. 2, 14.
-
73 πολυ-πέλεθρος
πολυ-πέλεθρος, = πολύπλεϑρος, Qu. Sm. 3, 396.
-
74 πολυ-πίδακος
πολυ-πίδακος, = πολυπίδαξ, H. h. Ven. 54 u. sp. D., wie bei Ath. XV, 682 f.
-
75 πολυ-πήμων
πολυ-πήμων, ον, sehr schädlich; H. h. Cer. 230 Merc. 37; νόσοι, Pind. P. 3, 46; sp. D., wie Man. 1, 85.
-
76 πολυ-πήδητος
-
77 πολυ-πώγων
πολυ-πώγων, ωνος, starkbärtig (?).
-
78 πολυ-πῖδαξ
πολυ-πῖδαξ, ακος, mit vielen Quellen; Ἴδη, ll. 8, 47 u. öfter; Ap. Rh. 3, 883.
-
79 πολυ-ρατέω
πολυ-ρατέω, sehr mächtig sein, Sp.
-
80 πολυ-ρημονέω
πολυ-ρημονέω, s. πολυῤῥημονέω, πολυρήμων, s. πολυῤῥήμων, πολύριζος, s. πολύῤῥιζος.
См. также в других словарях:
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
πολύ — Ν επίρρ. βλ. πολύς … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς many neut nom/voc/acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
Полифагия — (πολύ много и φαγιειν есть) болезненно усиленный позыв на пищу, наблюдается при некоторых нервных расстройствах, душевных болезнях и при мочеизнурении сахарном и несахарном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Полихолия — (πολυ много и χολη желчь) усиленная выработка желчи, зависит исключительно от усиленной деятельности печени (Minkowski и Nadnyn, Fleischl). При этом не все составные части желчи вырабатываются одинаково обильно: иногда наблюдается преимущественно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… … Dictionary of Greek