Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὠμότητι

См. также в других словарях:

  • ὠμότητι — ὠμότης rawness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσυπερβάλλω — Α 1. ξεπερνώ κάποιον σε κάτι επί πλέον, υπερτερώ σε κάτι ακόμα («προσυπερβάλλειν τινας ὠμότητι», Φίλ.) 2. παραβαίνω κάτι ακόμη («προσυπερβάλλειν τοὺς ἐπιεικείας ὅρούς», Φίλ.) 3. (απολ.) υπερβαίνω, προχωρώ πέρα από το δίκαιο ή το αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»