Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὕπαρχον

См. также в других словарях:

  • ὑπᾶρχον — ὑπᾶ̱ρχον , ὑπάρχω begin imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑπᾶ̱ρχον , ὑπάρχω begin imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάρχον — ὑπάρχω begin pres part act masc voc sg ὑπάρχω begin pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπαρχον — ὕπαρχος subordinate commander masc acc sg ὑπάρχω begin imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑπάρχω begin imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπάρχω — ὑπάρχω ΝΜΑ [ἄρχω] 1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.) 2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ …   Dictionary of Greek

  • Γιάσπερς, Καρλ — (Karl Jaspers, Όλντενμπουργκ 1883 – 1969). Γερμανός φιλόσοφος και ψυχοπαθολόγος. Έφτασε στη φιλοσοφία από την ιατρική και την ψυχοπαθολογία, με την οποία ασχολήθηκε σε δύο έργα: Γενική ψυχοπαθολογία (1913) και Ψυχολογία τωνκοσμοθεωριών (1919).… …   Dictionary of Greek

  • Χάρτμαν, Νικολάι — (Hartman, Ρίγα, Λιθουανία 1882 – Γκέτινγκεν 1950). Γερμανός φιλόσοφος. Η φιλοσοφία του προσπαθεί να δώσει μια συστηματική παρουσίαση της ιδιαίτερης δομής του είναι, δηλαδή την περιγραφή των περιοχών του υπάρχοντος και των κατηγοριών του. Το… …   Dictionary of Greek

  • Minuscule 261 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 261 Text Gospels Date 12th century Script Greek …   Wikipedia

  • ARGENTATAS carrucas habendi potestatem — Aurelianus Imperator privatis concessit, quum antea aeata et eborata vehicula fuissent, apud Vopisc. c. 46. Senatoribus idem concessum a Severo praenomine Alexandro, tradit Lamprid. c. 43. Unde ab aliquo sequentium Imperatorum sublatum oportuit,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TAXILUS — Taxilorum Rex. Strab. l. 15. Ο βασλεὺς ἀυτῶν Τάξιλος. Hunc vocat Appianus ὕπαρχον, non βασιλέα. Diodorus Sic. auctor est, Mophin tunc fuisse vocatum, quando venit Alexander, sed ab Alexando Taxilum mutatô nomine fuisse appellatum, quod fuerat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»