Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δίφρους

См. также в других словарях:

  • δίφρους — δίφρος chariot board masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελλάστρωσις — ώσεως, ἡ, Α 1. συμπόσιο κατά το οποίο οι παρευρισκόμενοι κάθονταν σε δίφρους 2. το στρώσιμο τών ιερών δίφρων τών θεαινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. sellisternium < sella (βλ. λ. σέλλα) + sterno «στρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • υποφέρω — ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω] υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ. γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν. δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. υποβάλλομαι σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»