Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔστησα

См. также в других словарях:

  • ἔστησα — ἵστημι make to stand aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήνω — έστησα, στήθηκα, στημένος 1. ορθώνω κάτι, κάνω κάτι να σταθεί όρθιο: Έστησαν χριστουγεννιάτικο δέντρο στη μέση του σαλονιού. 2. συναρμολογώ: Έστησαν τις μηχανές στο εργοστάσιο. 3. «Στήνω ενέδρα», ενεδρεύω. «Στήνω καβγά», καβγαδίζω. 4. μτφ., αφήνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἤστησα — ἔστησα , ἵστημι make to stand aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔστησ' — ἔστησα , ἵστημι make to stand aor ind act 1st sg ἔστησε , ἵστημι make to stand aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ …   Dictionary of Greek

  • στήσιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στήνω, η τοποθέτηση ενός πράγματος σε κατακόρυφη, σε όρθια θέση 2. ίδρυση, θεμελίωση 3. προπαρασκευή, ετοιμασία, διοργάνωση («στήσιμο παράστασης») 4. (σχετικά με μηχανή) συναρμολόγηση 5. φροντισμένη στάση …   Dictionary of Greek

  • στήνω — στήνω, έστησα βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»