-
21 εὐ-αγής
εὐ-αγής, ές, 1) ( ἅγος – ἅγιος), eigtl. von Blutschuld rein, schuldlos, heilig, im Solon. Gesetz ὁ ἀποκτείνας τὸν ταῦτα ποιήσαντα εὐαγὴς ἔστω, καὶ ὅσιος, Andoc. 1, 97, wie Dem. 9, 44, εὐαγὲς ἦν τοῠτον ἀποκτεῖναι, wo nachher καϑαρός dafür steht, den Geächteten zu tödten steht frei, ohne daß man Anklage u. Buße zu fürchten hat; τίς οἶδεν εἰ κάτωϑεν εὐαγῆ τάδε Soph. Ant. 517, Schol. εὐσεβῆ, wer weiß, ob das in der Unterwelt als heilig, fromm gilt; einzeln bei Sp., wie ϑυηλαί Ap. Rh. 1, 1140, λοιβαί 2, 715; εὐαγέεσσιν ἅδοιμι Theocr. 26, 30; in Prosa, z. B. App. B. Civ. 2, 148; εὐαγέστατοι ἱππεῖς D. Hal. 10, 13. – Daher glücklich, günstig, ὅπως τίν' ἧμιν λύσιν εὐαγῆ πόρῃς Soph. O. R. 921, wo Andere mit Rücksicht auf den zu entsühnenden Oedipus erklären ὥστε εὐαγῆ αὐτὸν εἶναι; bei Plat. τοῦτο δ' οὐκ εὐαγές μοι ἀπέβη, Ep. II, 312 a. – Adv. εὐαγέως, nach heiligem Brauch, H. h. Cer. 275. 370 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 699 u. öfter; Opp. H. 5, 418. – Auf körperliche Dinge übertr., rein klar, hell, ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ Aesch. Pers. 458, einen das ganze Heer überschauenden Sitz, oder weit sichtbar, wie πύργος Eur. Suppl. 652, an welchen beiden Stellen man εὐαυγής hat schreiben wollen, wie χιόνος εὐαγεῖς βολαί Bacch. 661, v. l. εὐαυγεῖς; Hippocr. vrbdt καϑαρὰ καὶ εὐαγέα, von der Sonne u. den Sternen; ἀέρος τὸ εὐαγέστατον ἐπίκλην αἰϑὴρ καλούμενος Plat. Tim. 58 d; übertr., ἃ μαϑοῠσι εὐαγέστερον γίγνεσϑαι, μὴ μαϑοῠσι δὲ σκοτωδέστερα φαίνεσϑαι Legg. XII, 952 a; κόσμος λαμπρότητι εὐαγέστατος Arist. de mund. 5, wo Bekker εὐαυγέστατος liest. – 2) ( ἄγω), sich leicht bewegend, leicht, behend; so von den Bienen, χαίροιτ' εὐαγέες Antiphil. 29 (IX, 404); γίνονται εὐαγέες οἱ ἄνϑρωποι Hippocr.; ὀφϑαλμοί, Sp., wie Adamant. physiogn. 1, 9. – Auch εὐᾱγής (vgl. περιαγής u. περιηγής), gutgedreht, wohl abgerundet, εὐαγέος ἠελίοιο Parmenid. bei Clem. Al. 5 p. 732 (s. unter 1); ῥυκάνη Leon. Tar. 28 (VI, 204); auch übertr., εὐαγέες ὕμνοι [mit kurzem α], Antip. Sid. 79 (VII, 34). – 3) ( ἄγνυμι), leicht zu zerbrechen, zerbrechlich, VLL.
-
22 πιστός
a trusty, loyal, sure of people.καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν, πιστὸν ἕρκος Ἀχαιῶν Pae. 6.85
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν a girls' chorus speaks Παρθ. 2. 38. c. inf., “ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88
Iὕμνοι πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων ποστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.8
( δόνακες)πιστοὶ χορευτᾶν μάρτυρες P. 12.27
Ἐριφύλαν ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ N. 9.16
ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν (G-H: π[ά]σας Diehl) Παρθ. 2.. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί (Bergk: - οτάταις ὁδοῖς codd.: - οτάτα ὁδός Sylburg) fr. 180. 2.II credibleἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31
πιστὸν δ' ἀπίστοις οὐδέν fr. 233c n. pl. pro adv. πιστὰ φρονέων with honest intent O. 3.17d n. s. pro subs, what is trustworthy μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (Mommsen e Σ paraphr.: πιστά, πιστάν codd.: fort. - ον m. s.) N. 8.44 -
23 ὕστερος
ὕστερος, ὕστᾰτοςa comp., laterμελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.5
“ χρόνῳ ὑστέρῳ” (Er. Schmid: δ' ὑστέρῳ codd.) P. 4.56ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17
b superl., last καὶ κεῖνος (= Αὐγέας) ἀβουλίᾰ ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (i. e. after Herakles had already slain Kteatos and Eurytos) O. 10.41 -
24 ὕστατος
ὕστερος, ὕστᾰτοςa comp., laterμελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.5
“ χρόνῳ ὑστέρῳ” (Er. Schmid: δ' ὑστέρῳ codd.) P. 4.56ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17
b superl., last καὶ κεῖνος (= Αὐγέας) ἀβουλίᾰ ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (i. e. after Herakles had already slain Kteatos and Eurytos) O. 10.41 -
25 νεαρός
A youthful,παῖδες Il.2.289
, cf. Pi.P.10.25, etc.; τὸ ἦθος νεαρός, opp. νέος τὴν ἡλικίαν, Arist.EN 1095a7; youths,A.
Ag. 359, 1504 (both anap.);ν. ἥβη Ar.Fr. 467
; = νεαλής, ν. στρατός Hdn.3.7.5;τὸ ν.
youthful spirit,X.
Cyr.1.4.3;λόγος ν. καὶ θεατρικός Plu.2.802e
;σχηματισμοὶ πολὺ τὸ ν. ἔχοντες D.H.Comp.23
.2 of things, new, ;νεαρὰ ἐξευρεῖν Pi.N.8.20
; fresh,μυελός A.Ag.76
(anap.);σώματα X. Cyn.9.10
; ν. δέλεαρ, opp. σαπρόν, Arist.HA 534b4; ; ν. τυρός, ὄστρεα, Dsc.2.71, Ath.1.7d;- ώτεροι κλῶνες Gal.12.283
;καππάρεως ὅτι -ωτάτης PCair.Zen. 488
(iii B.C.).4 αἱ νεαραί (sc. διατάξεις ) title of the novellae of Justinian;ἡ θεία καὶ ν. διάταξις PGrenf.1.62.13
(vi A.D.). -
26 προσόδιος
προσόδιος, ον,A processional,ὕμνοι Ph.2.484
;μέλος π. καὶ πομπικόν Plu.Aem.33
;π. ᾆσμα Paus.4.4.1
: hence προσόδιον (sc. μέλος), τό, processional ode, Ar.Av. 853 (lyr.), IG7.1773.6 (Thespiae, ii A.D.), Ath.6.253b;παιὰν καὶ π. εἰς τὸν θεόν SIG698
C1 (Delph., ii B.C.,= Limen. tit.); [dialect] Dor. [full] ποθόδιον ib.450.5 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσόδιος
-
27 τέλλω
Aἔτειλα Pi.O.2.70
:—[voice] Pass. τέλλομαι:—poet. Verb, but used in Cretan Prose (v. infr.), accomplish,ἔτειλαν ὁδόν Pi.
l.c.; perform duties, rites, etc., τέλλεμ (inf.)μὲν τὰ θῖνα καὶ τὰ ἀντρώπινα Leg.Gort.10.42
:—[voice] Med., τελλόμεναι χορόν, apparently = στελλόμεναι, PSI10.1181.39:—[voice] Pass., come into being,γένος φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο Pi.P.4.257
;ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται καὶ ὅρκιον Id.O.11(10).6
; ἐς χάριν τέλλεται turns to good, ib.1.76; ἀπὸ θεσφάτων ἀγαθὰ φάτις.. τέλλεται cj. Emper. for στέλλεται, A.Ag. 1133 (lyr.); of the gadfly, οἷόν τε νέαις ἐπὶ φορβάσιν οἶστρος τέλλεται) = γίγνεται) A.R.3.277;ἠοῦς τελλομένης Id.1.1360
; πρόκα τελλομένου ἔτεος as soon as a year is complete, ib. 688.II intr. in [voice] Act., = ἀνατέλλω, ἡλίου τέλλοντος at sun rise, S.El. 699; ἶρις τέλλει grows up, Nic.Fr. 74.32. (Cf. πέλω ([etym.] πέλομαι) fin., with which τέλλομαι ([voice] Pass.) is cogn.; the [voice] Act. τέλλω (fr. which δικασπόλος, θυηπόλος, ὑμνοπόλος, etc. are derived) may be formed fr. the [voice] Pass., with causal meaning ('cause to come into existence or be done'), as πείθω fr. πείθομαι, πεύθω fr. πεύθομαι; the sense rise is perh. derived from that of revolve as used of stars; ἐντέλλω, ἐπιτέλλω (A) may orig. have meant 'cause to be done (by another)'.) -
28 φλέγω
Aφλέξω S.Fr.1128.5
, A.R.3.582, LXX De.32.22, etc.: [tense] aor. (lyr.):—[voice] Pass., [tense] fut. φλεγήσομαι ([etym.] συμ-) J.BJ7.8.5: in 4.6.3 the readings κατα-φλέξεσθαι, -φλεχθήσεσθαι, and - φλεγήσεσθαι are found in codd.;κατα-φλεχθήσεται Ach.Tat.Intr.Arat. p.61M.
: [tense] aor.ἐφλέχθην Hom.Epigr.14.23
, ([etym.] κατ-) Th.4.133: [tense] aor. 2 ἐφλεγην ([etym.] ἀν-) Luc.DDeor.9.2, ([etym.] ἐξ-) AP12.178 (Strat.): [tense] pf.πέφλεγμαι Lyc.806
.A trans., burn, burn up, Il.21.13;πυρί <με> φλέξον A.Pr. 582
(lyr.);φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα Id.Pers. 364
, cf. 504:—[voice] Pass., take fire, blaze up,ῥέεθρα πυρὶ φλέγετο Il.21.365
, cf. BMus.Inscr.1036 (Caria, ii/i B. C.).2 [voice] Pass., to be inflamed,κάεσθαί τε καὶ φ. Pl. Ti. 85b
;ἡ πεφλεγμένη ποδαλγία PLond.5.1676.16
(vi A. D.).3 metaph., kindle, inflame with passion,Ἄρεα.. ὃς.. φλέγει με OT192
(lyr.), cf. Mosch.Fr.2.3, AP5.122 (Phld.), 287 (Paul.Sil.);αἷμα δάϊον φ. E.Ph. 241
(lyr.):—[voice] Pass., burn with passion, S.OC 1695 (lyr.), Ar.Nu. 992 (anap.), Pl.Chrm. 155d; ;ὑπὸ τοῦ πάθους D.H.11.28
;ὑπὸ δίψης Id.9.66
;ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Ael.NA14.27
;ἐπί τινι Id.Fr.52
.II light up,φ. λαμπάσι τόδ' ἱερόν E.Tr. 309
(lyr.); Ζεὺς διὰ χερὸς βέλος φλέγων making it blaze or flash, A.Th. 513;πυρὸς φλέξον μένος Trag.Adesp.90
: metaph., ἄταν οὐρανίαν φλέγων letting the flame of mischief blaze up to heaven, S.Aj. 195 (lyr.):—[voice] Pass., blaze up, burst or break forth,βωμοὶ δώροισι φλέγονται A.Ag.91
(anap.): metaph.,ὕμνοι φλέγονται B.Fr.3.12
.2 metaph., makeillustrious or famous,σὲ φλέγοντι Χάριτες Pi.P.5.45
:— [voice] Pass., to be or become so, ἀρεταῖς, Μοίσαις φλέγεσθαι, Id.N.10.2, I.7 (6).23.B intr., burn, blaze, of fire, torches, etc., A.Ag. 308, Th. 433, S.Aj. 1278; of lightning, Id.OC 1467 (lyr.); of the sun, Id.Aj. 673; : of armour, flash,νέφος ἀσπίδων φ. E.Ph. 251
(lyr.);ἄνθεμα χρυσοῦφλέγει Pi.O.2.72
;γυναικὸς φλέγων ὀφθαλμός A.Fr. 243
; of fire-breathing bulls,φλέγει δὲ μυκτήρ S.Fr. 336
.2 metaph., burst or break forth, of passion,θυμὸς ἀνδρεία φλέγων A.Th.52
, cf. 287;φ. λύσσῃ Ar.Th. 680
(lyr.); of grief, A.R.3.773.3 shine forth, become famous, Pi.N.6.38.—Poet. in early writers, exc. Pl. ll. cc. (Cf. Lat. fulgeo, flagro, flamma, Lett. blāzma 'glare of light or fire'.) -
29 ἐπι-καλέω
ἐπι-καλέω (s. καλέω), 1) herbeirufen; in tmesi, Hom. γέροντας ἐπὶ πλέονας καλέσαντες, Od. 7, 189, wie Ar. Lys. 1280 ἐπὶ δὲ κάλεσον Ἄρτεμιν; so ϑεόν, anrufen, Her. 2, 39; τινί, für Jem., 1, 199 u. Sp. Häufiger so im med., Λακεδαιμονίους ἐπεκαλοῦντο καὶ ἐπαμύνειν ἐκέλευον Thuc. 1, 101, öfter, wie Her., z. B. ἐπεκαλέοντο αὐτοὺς ἐπὶ γῆς ἀναδασμῷ 4, 159; βασιλέα ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα 7, 6; ἐπικαλεόμενοί σφιν βοηϑέειν 5, 80, τινὰς συμμάχους, zu Bundesgenossen, 8, 64, wie τὸν Παιᾶνα μάρτυρα, zum Zeugen anrufen, Plat. Legg. II, 664 c; öfter ϑεοὺς ἐπικαλεῖσϑαι, die Götter anrufen, Tim. 27 c; ϑεοὺς ἐπεκαλεῖτο καϑορᾶν τὰ γιγνόμενα Xen. Hell. 2, 3, 23. – Auch = vorladen, von den Ephoren, Her. 5, 39. – An Jemand appelliren, sich auf ihn berufen, τοὺς δημάρχους Plut. Marcell. 2, τὸν δῆμον ἀπὸ τῶν δικαστῶν Tib. Gr. 16. – 2) zurufen, bes. benennen, mit einem Beinamen versehen, ἐπεκλήϑησαν Κεκροπίδαι Her. 8, 44; Σαϊτικὸς ἐπικαλούμενος νομός Plat. Tim. 21 b; ὄνομα ὕμνοι ἐπεκαλοῦντο Legg. III, 700 b; Xen. u. A. – Dah. τί τινι, Einem Etwas vorwerfen, Ar. Pax 663; οὐκ ἐπικαλῶ ἑκόντα ἀποκτεῖναι Antiph. 3 α 1; im pass., ibd. β 5; ἐπικαλέσαντες τοῦ πολέμου σφίσιν αἰτίους εἶναι Thuc. 2, 27; τὴν ἀπόστασιν ὅτι ἐποιήσαντο 3, 36; ὅσα ἂν ἕτερος ἑτέρῳ ἐπικαλῇ Plat. Legg. VI, 761 e; öfter bei den Rednern; – τὰ ἐπικαλούμενα, die Vorwürfe, Isocr. 11, 44; τὰ ἐπικαλεύμενα χρήματα, die Schätze, wegen deren Einer angeklagt wird, Her. 2, 118.
-
30 ἐρατός
ἐρατός, ή, όν, = ἐραστός, geliebt, ersehnt, lieblich, anmuthig, δῶρ' ἐρατὰ Ἀφροδίτης Il. 3, 64; ἔργ' ἐρατὰ ἀνϑρώπων Hes. Th. 879; φιλότης 970; φυήν τ' ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος 259; φάος Pind. Ol. 11, 78; παῖς 11, 103; ὠδίς 6, 43; ἐρατῶν στηϑέων Aesch. Spt. 864; μολπαὶ ἐραταί Eur. El. 718; ὕμνοι Ar. Th. 993; sp. D., ἐρατώτατον ἄνϑος Ep. ad. 29 (XII, 151).
-
31 ὅρκιον
1 pledge on oathμελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται καὶ πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα N. 9.16
]πριν Στυγὸς ὅρκιον ἐξ ευ[ Pae. 6.155
-
32 τέλλω
a act., completeὅσοι δ' ἐτόλμασαν ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν, ἔτειλαν Διὸς ὁδόν O. 2.70
b pass., be accounted “φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται” count for goodwill O. 1.76μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται καὶ πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο P. 4.257
-
33 φίλτρον
1 charm “ ἄγε φίλτρον τόδ' ἵππειον δέκευ” (i. e. the bridle given by Athene to Bellerophon, cf. φάρμακον v. 85) O. 13.68καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.64
-
34 γνήσιος
A belonging to the race, i. e. lawfully begotten, born in wedlock,νόθον καὶ γνήσιον Il.11.102
, cf. Od.14.202, Hdt.3.2, Leg.Gort.10.41, Ar.Av. 1665, And.1.127, D.44.49, etc.;παίδων ἐπ' ἀρότῳ γνησίων Men.Pk. 435
; ;νόθος.. γνησίοις ἴσως σθένει S.Fr.87
;φρονοῦντα γνήσια E.Hipp. 309
;γ. φρόνημα S.Fr. 307
.2 generally, genuine, legitimate,φίλος Phoc.2
A; γ. γυναῖκες lawful wives, opp. παλλακίδες, X.Cyr.4.3.1; , cf. 1319b9; γ. τῆς Ἑλλάδος true Greeks, D.9.30;ἀκουστής D.H. Isoc.18
([comp] Sup.); μήτηρ τῶν ἐρωτικῶν λόγων, of Aphrodite, Luc.Am.19; γ. ἀρεταί real, unfeigned virtues, Pi.O.2.11; γ. ὕμνοι inspired song, B.8.83; of fevers, γ. τριταῖος a genuine tertian, Hp.Prog.24; γ. ὄξος genuine vinegar, Eub.65; of writings, genuine, Gal.15.748, Harp. s.v. Ἀλκιβιάδης. Adv. - ίως genuinely, truly, E.Alc. 678, Lys. 2.76, D.Ep. 3.32, etc.; γ. φέρειν bear nobly, Antiph.281, Men.205; lawfully,τοῖς γ. συμβιώσασιν Phld.Piet.93
.II γνήσια, τά, charges on land,γ. δημόσια PAmh.86.15
(i A. D.), cf. PLond.3.1157.4 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνήσιος
-
35 τορός
A piercing:I of the voice, piercing, thrilling, Luc.Bacch.7, Alciphr.3.48;τὸ τ. τῆς φωνῆς Porph. Plot.2
: metaph., τ. φόβος thrilling fear, A.Ch.32 (lyr.). Adv., lon696 (lyr.): neut. as Adv., τορὸν ἠχεῖν, βοᾶν, Philostr. VS1.25.10, Her.19.12.b of the ear, acute, fine, AP7.409 (Antip. Thess.).c of the eye, piercing, Opp.C.1.181.2 metaph., clear, distinct, plain, , cf. 616; ἔπος, μῦθος, ib. 1162(lyr.), Supp. 274;τορὸν γὰρ ἥξει Id.Ag. 254
(lyr.); τ. ὕμνοι dub. cj. in AP4.1.7 (Mel.); ἐρέω τι τορώτερον (cj. for τομώτερον) Call.Del. 94. Adv.,ἀλλὰ τορῶς ταῦτ' ἴσθι Emp.23.11
; τ. τέκμηρον, λέξω, A. Pr. 604 (lyr.), 609, etc.; προυζεπίστασθαι ib. 699; ἐπεξελθεῖν ib. 870; ἀπαγγεῖλαι, φράσαι, Id.Ag. 632, 1584;οὐκ ἴσμεν τ. E.Rh.77
; ἀκούσας οὐ τ. ib. 656.II of persons, sharp, ready, smart, X.Lac.2.11 ([comp] Sup.), D.H.Rh.11.5, cj. in Call.Fr.78 ([comp] Sup.). Adv.,ἐπερείδεσθαι τορῶς Ar.Ra. 1102
(troch.);τ. τε καὶ ὀξέως διακονεῖν Pl.Tht. 175e
, Luc. Anach.21, Merc.Cond.35: [comp] Sup.- ώτατα Ael.NA1.43
. -
36 φίλτρον
A love-charm, whether a potion, or any other means,ἔστιν.. φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος E.Hipp. 509
, cf. Ph. 1260, Andr. 540 (anap.), Arist.MM 1188b32, Theoc.2.1, Dsc.2.164, Alciphr. 1.37, etc.;οὐκ ἐπὶ θανάτῳ διδόναι [φάρμακον] ἀλλ' ἐπὶ φίλτροις Antipho 1.9
: of the robe of Nessus by which Deïanira hoped to win back the love of Hercules, S.Tr. 584, 1142.2 generally, charm, spell,οἱ φ. ἐν θυμῷ ὕμνοι τίθεν Pi.P.3.64
; φ. ἵππειον, of the bit, Id.O.13.68; φίλτρα τόλμης spells to produce boldness, of oracles, A.Ch. 1029;δεινὸν τὸ τίκτειν καὶ φέρει φ. μέγα E.IA 917
, cf. Fr. 103 (anap.), HF 1407;αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι.. φ. οὐ σμικρὸν φρενῶν Id.Tr.52
; of ἀρεταί, Id.Andr. 207;φίλτρα γάμου AP9.422
(Apollonid.);ἕν ἐστ' ἀληθὲς φ. εὐγνώμων τρόπος Men.646
; εἰρήνης φ. a charm to promote peace (i.e. γεωργία), Plu.Num.16; [παῖδες] νήπιοι ψυχῆς εἰσιν ἰσχυρὰ φ. ἐξομηρεύσασθαι δυνάμενα στρατηγὸν πρὸς πατρίδα Onos.1.12
.3 love, affection, in pl., (lyr.), cf. El. 1309 (anap.), AP7.623 (Aemil.): also in sg.,τὸ πρὸς τὴν πατρίδα φ. SIG876.7
(Smyrna, Epist.Severi et Caracallae);πᾶσι δὲ φ. κάλλιπεν AP15.45
, cf. Ael.NA10.17, Opp.C.3.108, Lib.Or.3.22;τὸ πρὸς ἀμφοτέρους φ. Id.Ep.297.1
.III = σταφυλῖνος, Eust.1163.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλτρον
-
37 ἀπορητικός
A inclined to doubt, Id.Aem.14, S.E.P.1.221, al.;ἀ. καὶ σκεπτικοί D.L.9.69
, cf. Gell.11.5.6. Adv.- κῶς S.E.M.7.30
, Procl. in Prm. p.562S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπορητικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
χερουβικός — ή, ό / χερουβικός, ή, όν, ΝΜΑ [χερουβ(ε)ίμ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση και στη λειτουργία τών χερουβίμ (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ. β. «τοῡ χερουβικοῡ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ. γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν… … Dictionary of Greek
Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… … Dictionary of Greek
λογοτεχνία — Η ενασχόληση με τον έντεχνο λόγο καθώς και το σύνολο των γραπτών κειμένων της γλώσσας μιας χώρας, μιας εποχής (ή και ευρύτερων συνόλων) που έχουν συνταχθεί με πρόθεση τη δημιουργία αισθητικών αξιών – ή ακόμα και χωρίς πρόθεση, φτάνουν κάποτε σε… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
Στουρ, Λουντοβίτ — Σλοβάκος φιλόλογος, συγγραφέας και πολιτικός (Ούχροβεκ 1815 – Μόντρα 1856). Επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Χέγγελ και την πανσλαβιστική θεωρία του Γ. Κολάρ υπήρξε ο βασικότερος αντιπρόσωπος του εθνικιστικού κινήματος του 19ου αι. Ταύτισε την… … Dictionary of Greek
Βικτόρια, Τομάς Λουίς ντε- — (Tomαs Luis de Victoria, Άβιλα 1548 – Μαδρίτη 1611).Ισπανός συνθέτης. Άρχισε τις σπουδές του στην πατρίδα του και τις συμπλήρωσε στη Ρώμη, όπου διορίστηκε διευθυντής της εκκλησιαστικής χορωδίας στη Σάντα Μαρία ντι Μονσεράτο, ύστερα στο Γερμανικό… … Dictionary of Greek
Γκεζέλε, Γκίντο — (Guido Gezelle, Μπριζ 1830 – 1899). Φλαμανδός ποιητής. Γιος κηπουρού, σπούδασε στο ιεροδιδασκαλείο του Ρουλέρ, όπου και δίδαξε μετά τη χειροτόνησή του. Αλλά η επαναστατική μέθοδος που χρησιμοποιούσε στη διδασκαλία των γλωσσών και ο φλαμανδικός… … Dictionary of Greek