-
1 ὑψιπέτης
A high-flying, soaring,αἰετός Il.12.201
, 219, Od.20.243;ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pi.P.3.105
;γενοίμαν αἰετὸς ὑψιπέτας S.Fr. 476
= Ar. Av. 1337 (lyr.): [comp] Comp.- έστερος Herm.
ap. Stob.1.49.45:—some unnamed Gramm. (in opposition to Aristarchus) wrote ὑψιπετῆς ([var] contr. from ὑψιπετήεις), v. Sch. A Il.12.201; the acc. sg. ὑψιπετῆ ὄρνιθα in Ant. Lib.16.2 belongs in sense to this word, in form to the next.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιπέτης
-
2 ὑψιπετής
3 v. foreg. fin.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιπετής
-
3 ὑψιπέτης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑψιπέτης
-
4 πέτομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to fly' (Il.).Other forms: Aor. πτάσθαι, πτέσθαι (all Il.); to this pres. πέταμαι (poet. since Sapph., Arist.) with aor. πετασθῆναι (Arist., LXX), ἴπταμαι (late; s. v.); aor. act. πτῆναι, ptc. πτάς etc. (poet. Hes., also hell. prose); fut. πτήσομαι (IA.), πετήσομαι (Ar.), perf. κατ-έπτηκα (Men.).Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἀνα-, ἀπο-, δια-, εἰσ-, ἐκ-, κατα-, ὑπερ-. Compounds: a. - πέτης, Dor. - πέτας m.., e.g. ὑψι-πέτης, - ας m. `flying high' (Hom., Pi.), enlarged - ήεις (Hom.); b. - πετής, e.g. ὑπερπετ-ής `flying over' (hell.); c. ἐκπετ-ήσιμος `ready to fly' (Ar. a.o.; hypothesis on the formation in Arbenz 60); d. ἀερσι-πότης and - πότη-τος `flying high' (Hes., AP, Norm.); in spite of Fraenkel Nom. ag. 2, 95 rather to ποτάομαι as from ποτή.Derivatives: 1. ποτή f. `flying, flight' (ε 337, h. Merc. 544 [v. l. πτερύγεσσι]); 2. πτῆσις f. `id.' (A., Arist.) with πτήσιμος (Jul.; Arbenz 61); πτῆμα n. `id.' (Suid.). 3. Adj. w. νο-suffix: a. πτηνός, Dor. πτᾱνός `winged, fledged' (Pi., trag., Pl.); b. πετεινός, - ηνός `id.' (Thgn.; Πετήνη Att. shipsname [inscr.]), hardly from *πέτος (cf. Chantraine Form. 196, Benveniste Origines 14), but rather direct from πέτομαι after φαεινός, ὀρεινός a.o.; πετηνός after πτηνός?; c. πετε-ηνός, - εινός `id.' (Il.), w. diektasis (Risch $ 35 d); d. ποτᾱνός `id.' (Pi., Epich., trag. in lyr.; - ηνός ep. poetry in Pl. Phdr. 252 b), prob. rather after ποτάομαι as with Detschew KZ 63, 228 from the rare ποτή. -- 4. Deverbat.: ποτάομαι, - έομαι, also w. ἀμφι-, περι-, ἐκ- a.o., `to fly, to flap' (Il.); πωτάομαι, also w. ἐκ-, ἐπι-, ὑπερ-, `id.' (Μ 287, h. Ap. 442 a.o.; cf. Schwyzer 719 n. 3); to this πωτήεις `flapping' (Nonn.), also πωτήματα pl. `flight' (A. Eu. 250; usu. with Dindorf corrected in ποτ-). -- On πτερόν, πτέρυξ s. vv.Etymology: Beside the thematic πέτ-ο-μαι, πτ-έ-σθαι stands the athematic zero grade root-aorist πτά-σθαι, ἔ-πτα-το, πτά-μενος wie φθά-μενος ( φθί-μενος, φθί-σθαι, ἔ-φθι-το). The corresponding full grade in πτῆ-ναι, ἔ-πτᾱ-ν, πτή-σομαι can be old (s. however below). More doubtful is the originality of the disyll. πέτα-μαι, as analogy to πτά-σθαι after πτέ-σθαι: πέτο-μαι may be considered. Certain innovations are ἴπταμαι (after ἵσταμαι) and πετή-σομαι (after πέτομαι). Details w. lit. in Schwyzer 742 a. 681 w. n. 9. -- With πέτομαι agree formally, partly also semantically, Skt., OIr., Lat. a. Celt. forms, e.g. Skt. pátati, Av. pataiti `fly, fall, attack, hurry etc.', Lat. petō `move somewhere, hurry, look for, desire', OWelsh hedant `volant'; doubtful on the contrary the in any case diff. built Hitt. piddāi- (pittii̯ami, pittāizzi usw.) `run, hurry, flee'. Thus ποτέομαι and Skt. patáyati `fly, hurry' agree; however πωτάομαι is independent of Skt. pātáyati `let fall, throw down'. Further the Greek a. Skt. systems are apart. Beside the zero grade thematic Aorist πτ-έσθαι, ἐ-πτ-όμην stands in Skt. an also zero grade and thematic but reduplicated aor. a-pa-pt-at. The zero grade πτᾰ- in πτά-σθαι is found in forms like pa-pti-ma (pf. 1. pl.) (IE pth₂-); the corresponding full grade ptā- is however not represented in Skt. (so πτῆ-ναι analogical after φθῆ-ναι, στῆ-ναι a.o.?, Schwyzer 742). Thus the disyll. πετᾰ- in πέτα-μαι and pati- (e.g. fut. pati-ṣyáti) go without historical connection side by side. -- Further forms w. rich lit. in WP. 2, 19ff., Pok. 825f., W.-Hofmann s. petō. Cf. πίπτω, not πίτυλος.Page in Frisk: 2,521-522Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέτομαι
См. также в других словарях:
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κακοπέτης — κακοπέτης, ες (Α) αυτός που πετά άσχημα («κακοπέτης δὲ καὶ χρόαν ἔχει μοχθηράν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. υψι πέτης, ωκυ πέτης] … Dictionary of Greek
μεσοπετής — μεσοπετής, ές (ΑM) αυτός που πετάει στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. προ πετής, υψι πετής] … Dictionary of Greek
οξυπετής — ὀξυπετής, ές (ΑΜ) αυτός που πετάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι πετής] … Dictionary of Greek
ουρανοπετής — οὐρανοπετής, ές (Α) αυτός που έπεσε από τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι πετής] … Dictionary of Greek
τηλοπέτης — όπετες, Α (για σμήνος μελισσών) αυτός που πετάει μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + συνδετικό φωνήεν ο + πέτης (< πέτομαι* «πετώ»), πρβλ. ὑψι πέτης] … Dictionary of Greek
τριπετής — ές, Α σχισμένος, χωρισμένος στα τρία («τριπετῆ πόσιν σύκων» ποτό παρασκευασμένο από ξηρά σύκα χωρισμένα σε τρία κομμάτια, Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πετής (πέτομαι), πρβλ. ὑψι πετής] … Dictionary of Greek
χθαμαλοπετής — ές, Α αυτός που πετά χαμηλά, που δεν μπορεί να πετάξει ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθαμαλός + πετής (< πέτομαι), πρβλ. ὑψι πετής] … Dictionary of Greek
υψιπετής — ές / ὑψιπετής, ές, ΝΜΑ αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·|| αρχ. υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πετής (< πίπτω), πρβλ. χαμαι πετής] … Dictionary of Greek
υψιπέτης — ο / ὑψιπέτης, ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α αυτός που πετάει στα ύψη νεοελλ. μτφ. αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις φαντασία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πέτης (< πέτομαι «πετώ»] … Dictionary of Greek